Αρχική » Βιβλία » Ομήρου Οδύσσεια

Ομήρου Οδύσσεια
Εισαγωγή - Κείμενο - Μετάφραση - Σχόλια
Ραψωδίες Α-Ω

Ομήρου Οδύσσεια

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ: ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Η μετάφραση ενός ποιητικού έργου είναι στην ουσία μια διπλή ποιη­­τική πράξη. Η πρώτη, να αντιλαμβάνεται κανείς αυτό που λέει και αυτό που εννοεί ο ποιητής. Επίσης, με ποιούς τρόπους το λέει και γιατί επιλέγει τους τρόπους αυτούς. Με άλλα λόγια, να ταυτίζεται με τον ποιητή την ώρα που δημιουργεί. Η δεύτερη, να αναπαράγει με πιστότητα και ακρίβεια, αλλά και με ανάλογους τρόπους, το συντελεσμένο ποιητικό γεγονός του πρωτοτύπου. Να αναπαράγει δηλαδή στο δικό του μεταφρα­στικό ιδίωμα τον ποιητικό κόσμο, και τον ποιητικό τρόπο, ενός άλλου δημιουργού. Πράξη απόλυτα δεσμευτική, και δύσκολη, σε σχέση με την ελευθερία, και την άνεση, της πρωτότυπης γραφής. Δυσκολία η οποία πολλαπλασιάζεται όταν όλα αυτά πρέπει να συναιρεθούν σε ένα • Η μετάφραση ενός αρχαίου ποιητικού έργου είναι παράλληλα μια διπλή γλωσ­­σική πράξη. Η πρώτη, να έχει κανείς βαθειά γνώση του αρχαίου ιδιώ­­ματος, του λεκτικού, της δομής, του τυπικού. Κυρίως, να μπορεί να παρακολουθεί, και να ανιχνεύει, την εσωτερική κίνηση και λειτουργία του. Η δεύτερη, να έχει επίσης βαθειά γνώση, και αίσθηση, του νεοελληνικού ιδιώματος. Και εδώ, να μπορεί να παρακολουθεί, και να επεξερ­γάζεται, τη ζωντανή δομή και λειτουργία του, καθώς μάλιστα πρόκειται για ιδίωμα ανοικτό και κινούμενο (και από την άποψη αυτή ιδεώδες για ενδογλωσσική μετάφραση). Χωρίς την διπλή αυτή αίσθηση, και πράξη, δεν μπορεί να υπάρξει μεταφραστικό εγχείρημα με την αναγκαία πληρότητα και επάρκεια • Η μετάφραση ενός αρχαίου αφηγηματικού ποιη­τικού έργου απαιτεί επιπλέον μιαν άλλη, ειδική και ουσιώδη, ιδιότητα. Να μπορεί κανείς να αφουγκράζεται, πίσω από τον γραπτό, την αιχμή και την κίνηση ενός προφορικού λόγου. Ενός λόγου ζωντανού και εκφωνητικού με συγκεκριμένο ακουστικό ύφος και ανάλογη ηχητική εκφορά. Στοιχεία τα οποία πρέπει να αναπαράγονται, ως δυναμικά εμβλήματα του αρχαίου εκφωνητικού κειμένου, και στο νεοελληνικό. Του οποίου επίσης πρέπει να υπάρχει ισχυρή ηχητική και ακουστική αί­σθηση. Χωρίς και εδώ την διπλή αυτή δυνατότητα δεν μπορεί να υπάρξει (μεταφρασμένο) νεοελληνικό κείμενο σε στοιχειώδη αντιστοιχία με το (μεταφραζόμενο) αφηγηματικό και εκφωνητικό αρχαίο.

Ό,τι προέχει σε μια μετάφραση ενός αρχαίου ποιητικού κειμένου είναι πρωτίστως ο χαρακτήρας της. Ο οποίος πρέπει να αποτελεί, σε κάθε περίπτωση, και στόχο και προϋπόθεση. Το γνωστό δίλημμα «φιλολο­γική» ή «λογοτεχνική» είναι στην ουσία ψευδώνυμο και ατελέσφορο. Γιατί, για όσους το θέτουν, η μία υπονοεί καταναγκασμό και η άλλη ασυδοσία. Η μετάφραση είναι (πρέπει να είναι) μία. Στην οποία να συναιρούνται και η φιλολογική και η λογοτεχνική ιδιότητα. Καμιά μετάφραση δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την αναγκαία φιλολογική ακρίβεια και πιστότητα. Διαφορετικά, ολισθαίνει στη διασκευή, κάποτε και στην παραχάραξη (τουλάχιστον στα σημεία). Εδώ πρέπει να προστεθούν ακόμη η ενάργεια, η σαφήνεια, η αμεσότητα. Από την άλλη, καμιά μετάφραση αρχαίου ποιητικού κειμένου δεν μπορεί επίσης να υπάρξει χωρίς την αύρα της λογοτεχνικής αποτύπωσης. Χωρίς δηλαδή την ένδυση της έννοιας, και της διάνοιας, του κειμένου με αδρούς λογοτεχνικούς εκφραστικούς τρόπους, λιγότερο ή περισσότερο αποτελεσματικούς. Η σύζευξη και η συζυγία ακριβώς αυτή συνθέτουν, στην πράξη, τον ιδιόσημο χαρακτήρα του οποιουδήποτε μεταφραστικού εγχειρήματος • Ό,τι προσδιορίζει περισσότερο τη μετάφραση ενός αρχαίου ποιητικού κειμένου είναι κυρίως το γλωσσικό της ιδίωμα, το λεκτικό και το ύφος της. Το νεοελληνικό μεταφραστικό ιδίωμα πρέπει να υποστηρίζει, και να υπηρετεί, το πρωτότυπο, όχι να το χρησιμοποιεί για αλλότριους σκοπούς και στόχους. Ιδεολογικούς και δημοτικιστικούς, όπως παλαιότερα, ιδιοπροσωπικούς και ιδιοποιητικούς, όπως συχνά σήμερα. Εδώ ισχύει (πρέπει να ισχύει) το αξίωμα: η μετάφραση για τη μετάφραση. Θέση και πρακτική η οποία επιτρέπει την περισσότερο αποτελεσματική και ευθύβολη επικοινωνία με το πρωτότυπο. Στο πλαίσιο ακριβώς αυτό κρίνεται αναγκαίο γλωσσικό ιδίωμα, στο οποίο να συναιρείται η υποκειμενική άρθρωση με την περιρρέουσα, και αντικειμενική, γλωσσική αίσθηση. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει εδώ το μεταφραστικό Εγώ να μετατρέ­πεται, συχνά μάλιστα αυτάρεσκα, από υπο-κείμενο σε υπερ-κείμενο. Η μετάφραση υπηρετεί ανάγκες ενός κλειστού καιρού και χρόνου, και από την άποψη αυτή φέρνει εγγενώς το στίγμα του πεπερασμένου. Σπάνια, και ανάλογα με τις δυνάμεις που εγκλείει, μπορεί να υπερβεί τον ιστορικό χρόνο και να αποκτήσει διάρκεια. Χωρίς τη συνείδηση αυτή και χωρίς αντικειμενικό γλωσσικό περίβλημα η μετάφραση καταλήγει σε ερμητισμό και γίνεται αυτοσκοπός • Ό,τι χρωματίζει ιδιαίτερα μια μετά­φραση είναι προπάντων οι μεταφραστικές θέσεις στα επιμέρους ζητήματα. Ειδικά για αρχαίο ποιητικό κείμενο, οι θέσεις στα κύρια ονόματα, στα επίθετα, στα μόρια (πολύσημα, ενεργά στοιχεία του αρχαίου ποιη­τικού λόγου), και σε πολλά άλλα σχετικά. Θέσεις οι οποίες πρέπει να είναι σύμφυτες με τον χαρακτήρα και, κυρίως, με το οικείο μεταφραστικό ιδίωμα. Να εντάσσονται δηλαδή, με φαντασία και τόλμη, στο συγχρονικό εκφραστικό περιβάλλον, χωρίς να βιάζουν την εκφορά και την ιδιοσημία των αρχετύπων. Με δυνατότητες μάλιστα εδώ εμπλουτισμού του μεταφραστικού νεοελληνικού λόγου και από αυτούσιο υλικό του πρωτοτύπου. Παρόμοιες λύσεις, δραστικά επεξεργασμένες, διευκολύνονται από την εκφραστική συγγένεια των δύο ιδιωμάτων και εμπλουτίζουν καίρια τη σύγχρονη μεταφραστική εμπειρία. Από την άποψη αυτή, η μετάφραση γίνεται, και στην περίπτωση αυτή, μια πρωτότυπη δημιουργική πράξη.

Η παρούσα μετάφραση της Οδύσσειας έχει την αιχμή της στους προη­γούμενους γενικούς αφορισμούς. (1) Στην πράξη, το πρώτο ήταν η επινόηση μιας γενικής εκφραστικής φόρμας που να συνδυάζει τη φιλολογική ακρίβεια και πιστότητα με την ποιητική αποτύπωση. Επίσης, η επι­­­νόηση ενός ρυθμικού εκφραστικού σχήματος, το οποίο να ανταποκρίνεται ταυτόχρονα στο αντίστοιχο του πρωτοτύπου και ενός σύγχρονου γραπτού - προφορικού νεοελληνικού λόγου. Δηλαδή, η απόδοση της έννοιας, και της διάνοιας, του κειμένου με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη α­κρίβεια και πιστότητα, λεκτική και μεταφορική, αλλά και με τρόπο ποιητικό, κυρίως ρυθμικό, αφού η Οδύσσεια είναι ποίημα αφηγηματικό και περιγραφικό, πάνω απ’ όλα ποίημα προφορικό. Ο διπλός αυτός στόχος (πιστότητα με ποιητική αποτύπωση και σύστοιχο ρυθμικό σχήμα) προβάλλει κυρίαρχος σε όλο το μεταφραστικό εγχείρημα. (2) Το δεύτερο ήταν η επιλογή ενός λεκτικού που να εκφράζει τον έντεχνο ποιητικό λόγο του πρωτοτύπου, αλλά και το σύγχρονο γλωσσικό και ποιητικό αίσθημα. Με ύφος επίσης ταυτόσημο, χωρίς επιπλέον παλαιότροπες ανακυκλώσεις και χωρίς σήματα πεποιημένης λογοτεχνικότητας. Γλώσσα και ύφος απέβλεπαν εδώ στο να δοθεί μια μετάφραση συγχρονική, άμεση, «κοινή». Ιδιαίτερα αποτελεσματική υπήρξε, στο σημείο αυτό, η ριζοσπαστική χρήση αντίστοιχου υλικού από το ίδιο το πρωτότυπο. Υλικό το οποίο υπηρετεί, πέρα από τον παράλληλο στόχο της ποιητικής και (μετα)φραστικής εγγύτητας, και τον ειδικό στόχο ενός συγκεκριμένου ύφους. Ο μεταφραστικός αυτός λόγος (με ύφος και γλώσσα κοινή) είναι επίσης διακριτός παντού σε όλο το σώμα της μετάφρασης. (3) Το τρίτο ήταν οι επιμέρους μεταφραστικοί τρόποι. Δηλαδή οι τρόποι χειρισμού των κυρίων ονομάτων, των επιθέτων, των ιδιόσημων μορίων, και άλλων ειδικών εκφραστικών μέσων, όπως ο διασκελισμός, οι λογότυποι, οι ολοκληρωμένοι στίχοι. Η αντιμετώπιση των επιμέρους αυτών θεμάτων στοιχείται και υποτάσσεται στους προηγούμενους γενικούς μεταφραστικούς στόχους. Ωστόσο, και το κάθε επιμέρους δεδομένο διατηρεί τη δική του αυτόνομη αντιμετώπιση, η οποία δεν είναι μόνο αποκλειστικά γλωσσική, αλλά συχνά και ηχητική, ρυθμική, γενικότερα εκφραστική. Έτσι, τα κύρια ονόματα παραμένουν, ως επί το πλείστον, στην αυθεντική οδυσσειακή τους εκφορά. Αντίθετα, τα επίθετα, άλλοτε υιοθετούνται αυτούσια, άλλοτε μεταποιούνται, άλλοτε συστοιχούνται απολύτως με νεοελληνικά, και άλλοτε αποδίδονται περιφραστικά. Τα πολυποίκιλα ομηρικά μόρια (και επιρρήματα) αντιμετωπίζονται, και μεταφράζονται, ως ενεργοί εκφραστικοί σπόνδυλοι, όπως ακριβώς δρουν και στο πρωτότυπο. Ο διασκελισμός, ιδιαίτερα έντεχνο εκφραστικό στοιχείο της ομηρικής αφηγηματικότητας, διατηρείται παντού στη μετάφραση, και μάλιστα μονολεκτικός όπως συνήθως στο πρωτότυπο (είτε ως ουσιαστικό, είτε ως επίθετο, είτε ως ρήμα). Οι λογότυποι, έντονα σημειολογικοί και ρυθμικοί στην πρωτότυπη εκφορά, αποδίδονται με τον ίδιο εξίσου σημειολογικό και ρυθμικό τρόπο. Οι αυτόνομοι και ολοκληρωμένοι στίχοι (οι «απηρτισμένοι» κατά την γνωστή παλαιότερη ορολογία), αφηγηματική συνήθως περιεκτική κατακλείδα στο προωτότυπο, αποδίδονται επίσης παντού, χωρίς καμιάν εξαίρεση, το ίδιο ολοκληρωμένοι και απηρτισμένοι, και μάλιστα στον ρυθμικό βηματισμό της αρχαίας εκφοράς. Τέλος, διατηρούνται ακόμη και πολλά άλλα ιδιότεχνα και χαρακτηριστικά εκφραστικά σχήματα του πρωτοτύπου, συνηχήσεις, παρηχήσεις, ρυθμική απόδοση εικόνων και νοημάτων (συχνά αναπαιστική) και πολλά άλλα. Το πλέγμα των ειδικών αυτών μεταφραστικών εφαρμογών αποτελεί ειδοποιό στίγμα του σύνολου μεταφραστικού εγχειρήματος.

[. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .]

Η μετάφραση, όπως παρουσιάζεται εδώ ολοκληρωμένη, έγινε σε δύο μεγάλες χρονικές περιόδους, και με μεγάλη επίσης χρονική απόσταση μεταξύ τους. Κατά την πρώτη (1992-1997) μεταφράστηκαν οι επτά πρώτες Ραψωδίες (α - η) και κατά τη δεύτερη (2010-2015) οι υπόλοιπες δέκα επτά (θ - ω). Η αρχή της όλης μετάφρασης έγινε, όπως άλλωστε και στην περίπτωση του Κακριδή και του Μαρωνίτη, από τη Ραψωδία ε, και μάλιστα με αφορμή τη συγκεκριμένη του τελευταίου που μόλις τότε είχε κυκλοφορήσει (1988). Η Ραψωδία ε πλήρης, με δύο ακόμη αποσπάσματα (Ραψ. ζ, στ. 149-85, και Ραψ. η, στ. 78-132), έχει ήδη δημοσιευθεί (Αθήνα 2007) ως ενδεικτική δοκιμή με Προλεγόμενα, Επιλεγόμενα, και πλούσια ειδικά Σχόλια. Η μετάφραση εκεί, όπως και εδώ στην ολοκληρωμένη της μορφή, δημοσιεύεται (αντίθετα από τη συνήθη πρακτική) σε αντιστοιχία με το αρχαίο κείμενο (από την έγκυρη ιστορική έκδοση του Th. W. Allen, 91962) και σε απόλυτη παραλληλία Ραψωδιών και Στίχων. Η οριστική εδώ έκδοση συνοδεύεται επίσης από πλούσια ειδικά Σχόλια, αποκλειστικά φιλολογικά και ερμηνευτικά (και σε όλες γενικά τις Ραψ. α - ω). Σ’ αυτά σχολιάζονται και υποστηρίζονται οι διαφορετικές νοηματικές προσεγγίσεις σε πολλά χωρία, η καινότροπη απόδοση σε άλλα, ακόμη πολλές νέες εκφορές σε προσωνυμικά κυρίων ονομάτων, σε κλασικούς λογότυπους, και άλλα σχετικά. Στα Σχόλια αυτά παρατίθενται (για άμεση παραβολή και σύγκριση) και οι σχετικές αποδόσεις από τρεις, τουλάχιστον, νεοελληνικές μεταφράσεις της Οδύσσειας, οι οποίες και προκρίθηκαν ως οι πιο αξιομνημόνευτες για συγκεκριμένους λόγους: του Πολυλά, επειδή είναι η πρώτη και πηγή σε πολλά για τους μεταγενέστερους· του Κακριδή, επειδή παραμένει πάντοτε αναντικατάστατη για τη φιλολογική ερμηνευτική της επάρκεια (παρά την σε πολλά διαφορετική απόδοση στην παρούσα εδώ μετάφραση)· του Μαρωνίτη, επειδή είναι η πιο σύγχρονη και αυτή με τις μεγαλύτερες αξιώσεις σήμερα (γι’ αυτό και ο διάλογος μαζί της είναι περισσότερο συχνός και δραστικός). Από τις παραθέσεις αυτές, αλλά και από τη γενικότερη (τώρα πια) παραβολή και σύγκριση, επιβεβαιώνεται η καταλυτική (και καθοδηγητική) επιρροή της μετάφρασης του Κακριδή στον Μαρωνίτη. Ο οποίος υιοθετεί ή μεταποιεί («μεταφράζει») πολλά, πάρα πολλά, από τον Κακριδή, όχι μόνο στο γενικότερο λεκτικό και νοηματικό πεδίο (υιοθετεί ακόμη και τις τυχόν ερμηνευτικές αστοχίες του Κακριδή), αλλά και σε άλλα δευτερεύοντα (στη μεταφραστική δομή, στην παραγράφωση, στη στίξη). Τα Σχόλια αυτά κρίθηκαν αναγκαία, αφενός για την ορθή «ανάγνωση» της συγκεκριμένης νεοελληνικής απόδοσης, αλλά και γιατί αιτιολογούν (με τη μέθοδο συχνά του «ομηρίζειν», δηλαδή με στοιχεία από το ίδιο το ομηρικό Κείμενο) τη νέα ερμηνευτική επαναπροσέγγιση πολλών αμφίσημων νοηματικά χωρίων, ενισχύοντας, και ολοκληρώνοντας παράλληλα, τον ιδιόσημο χαρακτήρα της παρούσας Έκδοσης. Από την άποψη αυτή, τα Σχόλια θα πρέπει να αξιολογηθούν αναμφισβήτητα όσο και η μετάφραση. Πρέπει να σημειωθεί ακόμη ότι ταυτόχρονα με την πλήρη, ολοκληρωμένη έκδοση έχει πραγματοποιηθεί (και κυκλοφορεί) και μια δεύτερη, περισσότερο χρηστική, η ιδέα της οποίας γεννήθηκε με την έναρξη της όλης μετάφρασης (1992). Πρόκειται για Εκλογή - Ανθολόγιο (με τον ενδεικτικό τίτλο «Ανθολόγιο Οδύσσειας») με τα πιο χαρακτηριστικά Αποσπάσματα (101 συνολικά) από ολόκληρη την Οδύσσεια (Ραψωδίες α - ω) και ειδικούς, πεποιημένους υπέρτιτλους, και τα οποία είναι στην ουσία οι καθαυτό συνεκτικοί σπόνδυλοι του όλου επικού καμβά. Τα Μεταφρασμένα αυτά Αποσπάσματα συνοδεύονται επίσης από έναν δεύτερο ανεξάρτητο τόμο, στον οποίο καταχωρούνται τα αντίστοιχα Πρω­τότυπα Κείμενα (με τους ίδιους υπέρτιτλους). Η αυτοτελής αυτή παράθεση καθιστά τα ανθολογημένα Αποσπάσματα (Μεταφρασμένα και Πρωτότυπα) οιονεί αυθύπαρκτα ποιητικά σύνολα με αφηγηματική αυτοτέλεια και αυθύπαρκτο κάθε φορά αφηγηματικό ποιητικό κέντρο. Στο «Ανθολόγιο» επισυνάπτονται και πάλι Σχόλια, τα οποία όμως εδώ αναφέρονται αποκλειστικά στην αφηγηματική δομή, στην επική σύνθεση, στην εν γένει λογοτεχνικότητα του έπους, αλλά και στην ένταξη και ανάδειξη των ειδικών, επιλεγμένων Αποσπασμάτων.

Η μετάφραση έγινε (πρέπει δυστυχώς να ειπωθεί) απευθείας από το πρωτότυπο. Στη μεθοδολογία της εργασίας προβλεπόταν επίσης να μη ληφθούν υπόψη και οι παλαιότερες νεοελληνικές μεταφράσεις. Οι οποίες, έτσι κι αλλιώς, υπηρετούσαν άλλους στόχους (κυρίως ιδεολογικούς και δημοτικιστικούς). Βασική επιδίωξη ήταν να μείνει ανεπηρέαστη η οποιαδήποτε προσωπική προσέγγιση. Η καταρχήν πρόθεση ήταν να αποδοθεί το αρχαίο κείμενο σε κοινό (και πιστό) νοηματικό, ηχητικό και ρυθμικό νεοελληνικό ιδίωμα, όχι απλά περιγραφικό, και μέσα στα πλαίσια της μετάφρασης ενός ποιητικού αφηγηματικού έργου. Σε καμιά περίπτωση δεν υπήρξε πρόθεση να δημιουργηθεί, με βάση το αρχαίο, ένα ιδιόλεκτο «λογοτεχνικό» κείμενο, το οποίο μάλιστα να διεκδικεί την ένταξή του, με συγκεκριμένους τρόπους, μέσα στη γενικότερη νεοελληνική λογοτεχνική παράδοση. Ένας τέτοιος στόχος θα νόθευε, αναμφισβήτητα, την καθαρή και ευθύβολη επικοινωνία με το πρωτότυπο. Κατά τη μετάφραση, η ομηρική Οδύσσεια αντιμετωπίσθηκε, ευθύς εξαρχής, όχι απλά ως γραπτό, αλλά κυρίως ως προφορικό, δηλαδή ως κινούμενο και εκφωνούμενο (ραψωδικό και απαγγελτικό) κείμενο. Παράλληλα, και γι’ αυτόν τον λόγο, έγινε προσπάθεια η μετάφραση να πραγματοποιηθεί χωρίς καθόλου να αναδομηθεί το αρχαίο κείμενο (στους στίχους, αλλά και στη σειρά των λέξεων, όσο ήταν δυνατό). Από τα πρώτα ήδη πειράματα έγινε γρήγορα αντιληπτό ότι είχαμε ένα καθαρά αυτόνομο νεοελληνικό κείμενο, το οποίο ήταν στην ουσία, από άλλη σκοπιά, το ίδιο το αρχαίο. Η ισοζυγία αυτή οφειλόταν στο ότι το αρχαίο αντιμετωπίσθηκε πρωτίστως ως προφορικός ήχος. Του οποίου ο απόηχος ήταν, απροσδόκητα, ο ίδιος προφορικός νεοελληνικός ήχος.

Η μετάφραση στο νεοελληνικό ιδίωμα ενός αρχαίου ποιητικού κειμένου είναι, αναμφισβήτητα, μια αυτόνομη δημιουργική, και εξίσου ποιητική, πράξη. Η οποία και αποτελεί, στην ουσία, προέκταση του πρωτοτύπου. Η προνομιακή ηχητική, ρυθμική και εκφραστική συγγένεια των δύο ιδιωμάτων, αρχαίου και νεοελληνικού, καθιστά ικανή μια τέτοια μετάφραση να υπερβαίνει, κατά πολύ, την απλή νοηματική απόδοση. Στην πράξη, γίνεται ένα δραστικό εργαλείο, με το οποίο μπορούν να γίνουν ορατοί, ευκολότερα, οι ποικίλοι εκφραστικοί και ποιητικοί τρόποι του πρωτοτύπου. Ωστόσο, οποιοδήποτε και αν είναι το εκφραστικό νεοελληνικό αποτύπωμα, η αντικατάσταση του πρωτοτύπου παραμένει ανέφικτη. Μια μετάφραση αρχαίου ποιητικού κειμένου υπάρχει μόνο δίπλα στο πρωτότυπο. Όχι επειδή έτσι δοκιμάζεται η αντοχή της, αλλά και επειδή έτσι λειτουργεί ως πραγματική προέκτασή του. Ο αρχαίος ποιητικός λόγος δεν είναι μόνο διδακτικός, είναι πρωτίστως λογοτεχνικός. Και όπως σε κάθε καλλιτεχνικό αποτύπωμα η οποιαδήποτε μεταφορά ή αναδημιουργία δεν αναιρεί, ούτε αντικαθιστά, και συνήθως δεν υπερβαίνει ποτέ την πρωτότυπη μορφή, έτσι και εδώ. Όσο αποτελεσματική και αν είναι μιά μετάφραση, το πρωτότυπο, το αρχαίο πρωτότυπο, παραμένει πάντοτε μοναδικό και αναντικατάστατο· στην ουσία δεν «μεταφράζεται».

ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΑ ΔΕΙΓΜΑΤΑ - ΕΚΛΟΓΗ

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
ΡΑΨΩΔΙΕΣ Α-Ω

α 38 Ἀργεϊφόντης: διατηρείται ως προσηγορικό, γι’ αυτό και με κεφαλαίο.Εδραία η πεποίθηση Σχολιαστών και Μεταφραστών για την απόδοση Αργοφονιάς, ο φονιάς του Άργου (κατά το àνδρεϊφόντης, ο φονιάς των ανδρών, Β 651, Η 166, Ρ 259). Λιγότερο αποδεκτή η άποψη από το Αργο- (λαμπερός) και φαίνω. Ωστόσο: (α) Το Αργεϊ- ως α΄ συνθετικό σε δοτική τριτοκλίτου δύσκολα μπορεί να ταυτισθεί με το δευτερόκλιτο Άργος (και του οποίου ο ομαλότερος σχηματισμός θα ήταν Αργοφόντης). (β) Η ιστορία της Ιώς και του φύλακά της Άργου δεν είχε εισδύσει, γενικότερα, στα Ομηρικά έπη. Έπειτα, παρόμοιο στερεότυπο επίθετο σε θεό πρέπει να υποκρύπτει περισσότερο ένα μόνιμο, σταθερό χαρακτηριστικό (όπως όλα σχεδόν στον Όμηρο) παρά να υπαινίσσεται ένα μεμονωμένο, και χωρίς λόγο για το συγκεκριμένο κείμενο, περιστατικό. (γ) Ο Ερμής φαίνεται να αποτελεί το μορφικό αρχέτυπο των χριστιανικών αγγέλων, ειδικότερα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, ο οποίος φέρεται επίσης ως ψυχοπομπός, αλλά και με κύριο χαρακτηριστικό το φωτεινό και λαμπερόμορφο («αστραπόμορφος», «ως αστραπή», «πυρός φλόγα», «φλόγα πύρινος», «πλουσίως λαμπόμενος» μερικοί από τους χαρακτηρισμούς της Υμνογραφίας). (δ) Καταλυτικό πρέπει να θεωρηθεί το συγγενικό παράλληλο ε 128 και ε 131 ἀργῆτι κεραυνῷ, με λαμπερό, αστραποβόλο κεραυνό (πρβλ. και το συχνό Ζεῦ ἀργικέραυνε, ακόμη ε 230, κ 543 ἀργύφεον φᾶρος για το φόρεμα της Καλυψώς και της Κίρκης, Γ 419 ἀργῆτι φαεινῷ για το φόρεμα της Ελένης, Ψ 30 βόες ἀργοί, Ψ 32 ἀργιόδοντες ὗες, κ.ά.). Προτιμότερο επομένως και για τον Ερμή: λαμπροφανής, λαμπερόμορφος, αστραποβόλος.

α 122 ἔπεα πτερόεντα : λόγια που πετούν στον άνεμο. Από τους πιο γνωστούς, και κλασικούς, ομηρικούς λογότυπους (βλ. και ε 172), με ιδιάζουσα ποιητική χροιά· «με λόγια πτερωμένα» (Π), «και με ανεμάρπαστα λόγια» (Κ), «και πέταξαν τα λόγια της σαν τα πουλιά» (Μ). Πάντως, κατά τους σύγχρονους σχολιαστές, η μεταφορά έχει σχέση με τα «φτερωτά» τόξα και όχι τα πουλιά (σε σχέση μάλιστα με την εικόνα της ομιλίας ως βέλους που είναι συχνή στα αρχαία ελληνικά κείμενα). Πρβλ. Υ 68: ἵστατ’ Ἀπόλλων Φοῖβος ἔχων ἰὰ πτερόεντα (και Δ 117, Ε 171, Π 773). Εδώ θα πρέπει να σχολιασθεί και ο αντωνυμικός, όπως όλα δείχνουν, ιδιόσημος λογότυπος «άπτερος μύθος» (στην ολόστιχη μορφή: ὡς ἄρ’ ἐφώνησεν, τῇ δ’ ἄπτερος ἔπλετο μῦθος). Συναντάται 4 φορές στην Οδύσσεια και χαρακτηρίζει λόγια που απευθύνονται σε εξαιρετικά οικεία πρόσωπα (όλα γυναικεία): ρ 57 (ο Τηλέμαχος στην Πηνελόπη), τ 29 (ο Τηλέμαχος στην Ευρύκλεια), φ 386 (ο Εύμαιος στην Ευρύκλεια), χ 398 (ο Τηλέμαχος και πάλι στην Ευρύκλεια). Παρά τη φανερή δυσκολία, η πιθανότερη ερμηνεία φαίνεται να είναι: ο λόγος δεν πέταξε, δεν πήγε χαμένος, αντίθετα μπήκε βαθειά στην καρδιά της, τον έλαβε σοβαρά υπόψη της.

δ 780-86 νῆα μὲν οὖν πάμπρωτον … ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν : Η εικόνα εδώ αφορά την προετοιμασία του πλοίου των μνηστήρων για την ενέδρα στον Τηλέμαχο. Ο Αντίνοος με είκοσι άνδρες «άριστους» κατέβηκαν στη θάλασσα, έσυραν το μισοτραβηγμένο, όπως υπονοείται, στην αμμουδιά πλοίο προς τα βαθειά της θάλασσας (ἁλὸς βένθοσδε ἔρυσσαν), τοποθέτησαν μέσα σ’ αυτό (ἐν δὲ τίθεντο) τον ιστό και τα πανιά τυλιγμένα (προφανώς και τα κουπιά) που τα έφερναν μαζί τους (τα εξαρτήματα αυτά του πλοίου ήταν φορητά, βλ. Σχόλια λ 3), και στη συνέχεια τα ξετύλιξαν (τα άπλωσαν, αυτό σημαίνει εδώ το πέτασσαν), ώστε να είναι έτοιμα να τα σηκώσουν την ώρα της αναχώρησης. Έπειτα, προσάραξαν το πλοίο με την πρύμνη προς τα ρηχά (ἐν νοτίῳ) και την πλώρη μετέωρη προς τα βαθειά (ὑψοῦ) και αφού βγήκαν έξω δείπνησαν προσμένοντας να πέσει το σκοτάδι για να αναχωρήσουν. Παρόλ’ αυτά, η μετάφραση του Μαρωνίτη παρουσιάζεται εδώ στο σύνολό της (και εν μέρει του Κακριδή) με ισχυρές παρανοήσεις : «εκεί τραβήξαν πρώτα στα άβαθα νερά το πλοίο, | στήσαν στο μελανό καράβι ξάρτια και κατάρτι, | […] κι άνοιξαν τα λευκά πανιά | […] αγκυροβόλησαν τότε ψηλότερα μες στο λιμάνι». Καταρχήν, το τίθεντο και το πέτασσαν δεν μπορούν να αποδοθούν, όπως ειπώθηκε, με «στήσαν» - «άνοιξαν» (και τα δύο υιοθετημένα πάντως από τον Κακριδή, «στήσαν μετά κατάρτια κι άρμενα στο μελανό καράβι», «τ’ άσπρα πανιά σηκώσαν»). Έπειτα, θεωρείται αξιοπερίεργο πώς το ἁλὸς βένθος αποδίδεται «άβαθα νερά» (ο Κακριδής «στη θάλασσα βαθιά», αλλά και ο ίδιος ο Μαρωνίτης στον όμοιο στ. θ 51 «άπατα νερά») και, το σπουδαιότερο, πώς το ὑψοῦ δ’ ἐν νοτίῳ τήν γ’ ὅρμισαν μπορεί να σημαίνει «και αγκυροβόλησαν τότε ψηλότερα μες στο λιμάνι». Μια τέτοια μεταφραστική εικασία αποκλείεται από το ίδιο το κείμενο. Πρώτον, πουθενά δεν αναφέρονται, ούτε υπονοούνται, λιμάνι, αποβάθρα, παλαμάρια, και άλλα σχετικά. Έπειτα, όλα αυτά γίνονται μυστικά, προφανώς απόμερα, από τη στιγμή που δεν θέλουν να γίνουν αντιληπτοί, γι’ αυτό άλλωστε και περιμένουν να πέσει το σκοτάδι για να αναχωρήσουν (εμφανώς θέλουν να κρύψουν την ενέδρα, στ. 775, σαφής επίσης η προτροπή του Αντίνοου σιγῇ τελέωμεν, στ. 776). Ούτε και το ὑψοῦ, το «μετέωρο» των Λεξικών και των Σχολιαστών, μπορεί να αποδοθεί με το τοπικό «ψηλότερα» (στον όμοιο στ. θ 55 ο ίδιος αποδίδει «εκεί που το νερό βαθαίνει»). Να σημειωθεί ότι οι στίχοι αυτοί επαναλαμβάνονται αυτούσιοι (θ 51-55), στους οποίους περιγράφεται επίσης η ανάλογη προετοιμασία του πλοίου των Φαιάκων που θα μεταφέρει την άλλη μέρα τον Οδυσσέα στην Ιθάκη. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ακόμη ότι στην αναχώρηση του πλοίου του Τηλέμαχου για την Πύλο (β 414 και εξής, επίσης ο 289-91) σημειώνεται στο αρχαίο κείμενο ο κανονικός όρος ἱστὸν… | στῆσαν ἀείραντες για το «έστησαν όρθιο τον ιστό» και ἕλκον ἱστία λευκὰ για το «σήκωσαν, άνοιξαν τα λευκά πανιά». Πρβλ. και ἱστοὺς στησάμενοι ἀνά θ’ ἱστία λεύκ’ ἐρύσαν τες ~ αφού τα ξάρτια στήσαμε και τα λευκά πανιά υψώσαμε (ι 77, μ 402). Τα δεδομένα αυτά επιβεβαιώνουν όλα τη νέα μεταφραστική προσέγγιση εδώ.

ε 40 ἀπήμων : χωρίς τα όσα έπαθε (ἀ-στερητικό και πῆμα, πάθημα, περιπέτεια), αν είχε γυρίσει δηλαδή χωρίς τα παθήματα, τις περιπέτειές του (πρβλ. προηγουμένως ε 33 πήματα πάσχων, επίσης ν 136-38, όπου πραγματοποιείται η πρόρρηση εδώ του Δία). Η ερμηνεία των Λεξικών και των Μεταφραστών ως «αβλαβής», χωρίς να έχει υποστεί βλάβη, δεν μπορεί να αποδώσει εδώ την έννοια και, πολύ περισσότερο, τη διάνοια του κειμένου (έτσι κι αλλιώς ο Οδυσσέας έχει γυρίσει αβλαβής, σώος)· «άβλαπτος» (Π), «ανέβλαβος» (Κ), «δίχως βλάβη» (Μ). Με τη συγκεκριμένη έννοια του αβλαβής, σώος, ο ποιητής χρησιμοποιεί στην Ραψ. ε (και αλλού) το επίθετο ἀσκηθής, και μάλιστα σε ολόστιχη λογοτυπική μορφή (βλ. ε 26, ε 144, ε 168, όπου αποδίδεται και αυτό, από τους ίδιους, ως «άβλαπτος», «ανέβλαβος», «δίχως μεγάλη βλάβη»).

ε 62 ἐποιχομένη : πήγαινε-έλα. Πρέπει κανείς να φαντασθεί εδώ τον αργαλειό κάθετο και την Καλυψώ όρθια να υφαίνει πηγαινοερχόμενη δεξιά-αριστερά. Διαφορετικά, με την εμπειρία του οριζόντιου καθιστικού αργαλειού, η κίνηση που υπονοεί το ἐποιχομένη μένει μετέωρη. Γι’ αυτό και παραλείπεται από όλους τους μεταφραστές. Πρβλ. και ε 124 ἐποιχομένη κατέπεφνεν, πήγε και σκότωσε, που επιβεβαιώνει τη λογοτυπική συνεκφορά ἐποιχομένη ὕφαινεν. Το ίδιο λογοτυπικό μοτίβο και για την Κίρκη που υφαίνει επίσης τραγουδώντας (κ 221-22, κ 226-27, κ 254).

ε 328 ὀπωρινὸς Βορέης: ο δυνατὸς Βοριάς. Φθινοπωρινός κατά τον Πολυλά («ως το φθινόπωρο ο Βορηάς») και τον Καζαντζάκη - Κακριδή («ο βοριάς χινοπωριάτικα»), ενώ η απόδοση του Μαρωνίτη «χειμερινός» (κατά παρετυμολογίαν του «χινοπωριάτικα»;) είναι ασύμβατη εντελώς. Για να λειτουργήσει η εικόνα πρέπει να φαντασθεί κανείς τα αγκάθια (τα γνωστά ασφαλώς γαϊδουράγκαθα) μεγάλα, κομμένα, και ξερά, που μόνο το καλοκαίρι έχουν αυτές τις ιδιότητες (γι’ αυτό και το «φθινοπωρινός» εξίσου ασύμβατο). Το πιθανότερο, ὀπωρινὸς Βορέης, που πνέει όταν όλα είναι ώριμα, οπωρινά, δηλαδή το καλοκαίρι και που πρέπει να ταυτισθεί προφανώς με τα ισχυρά μελτέμια (τους ετησίας των αρχαίων), τα οποία πνέουν τότε δυνατά (γι’ αυτό και αναλογικά ο «δυνατός Βοριάς»). Το ίδιο και ο Ευστάθιος: «οπωρινός Βορέας, ο θερινός, ήγουν ο ετησίας». Βλ. και Φ 346: ὡς δ’ ὅτ’ ὀπωρινὸς Βορέης νεοαρδέ’ ἀλωὴν | αἶψ’ ἀγξηράνῃ [γρ. ἀφξηράνῃ] (όταν αποξηραίνει γρήγορα φρεσκοποτισμένο περιβόλι). Το «οπώρη» στα ομηρικά κείμενα περιλαμβάνει και μέρος του καλοκαιριού (τουλάχιστον από τα μέσα Ιουλίου κ.εξ.)· πρβλ., εκτός από το «νεοαρδέ’ αλωή», το «φρεσκοποτισμένο (προφανώς το καλοκαίρι) περιβόλι» και τις παρομοιώσεις προς τα «οπωρινά» αστέρια που λάμπουν δυνατά στον ξάστερο (καλοκαιρινό) ουρανό (Ε 5-6, Χ 26-28) ή ακόμη τη σαφή διάκριση των εποχών «χείμα», «θέρος», «οπώρη» (λ 190-92, όπου και ο σημειολογικός χαρακτηρισμός τεθαλυῖα για το «οπώρη»). Πρέπει, τέλος, να σημειωθεί ότι, για τους αρχαίους, η αρχή του χειμώνα σηματοδοτούνταν με την ηλιακή ανατολή του Αρκτούρου (μέσα Σεπτεμβρίου).

ε 367 δεινόν τ’ ἀργαλέον τε, κατηρεφές, ἤλασε δ’ αὐτόν : άλλος ένας λαμπρός ρυθμικός στίχος που εικονογραφεί παραστατικότατα την κίνηση και τη δράση του αφρισμένου κύματος. Με τον ίδιο τρόπο και ρυθμό και η απόδοση (τρία ομοτονικά επίθετα, ένα προπαροξύτονο ρήμα): σφοδρό, αφρισμένο, ορμητικό, και τον παρέσυρε· «φρικτόν, υψηλοθόλωτο, κ’ επάνω του έπεσ’ όλο» (Π), «φριχτό, αγριεμένο, αψηλοθόλωτο, κι απάνω του το ρίχνει» (Κ), «άγριο, φοβερό | και κατακόρυφο, τό ’ριξε κατά πάνω του» (Μ). Η απόδοση του Κακριδή «κι απάνω του το ρίχνει», την οποία ακολουθεί πιστά και ο Μαρωνίτης, υπονοεί υποκείμενο «ο Ποσειδών», το οποίο όμως δεν επιτρέπει εύκολα η σύνταξη «ήλασε δ’ αυτόν». Απεναντίας, η σιωπηρή εναλλαγή (και παράλειψη) του υποκειμένου («το κύμα») εντάσσεται ασφαλώς μέσα στην εικονοποιητική παραστατικότητα του στίχου. Πρβλ. και τον όμοιο στ. 313 ὣς ἄρα μιν εἴπόντ’ ἔλασεν μέγα κῦμα.

η 125-26 πάροιθε δέ τ’ ὄμφακές εἰσιν | ἄνθος ἀφιεῖσαι: πιο πέρα είναι άγουρα | μόλις που τον ανθό τους άφησαν· «κ’ έμπροσθεν τ’ αμπέλι έχει αγουρίδες | ακόμη μες το ξάνθισμα» (Π), «κι άλλα είναι άγουρα πιο πέρα, τον ανθό τους | μόλις που τίναξαν» (Κ), «[τα πατούν] πιο πέρα, οι αγουρίδες τώρα ανθίζουν» (Μ). Η απόδοση του Μαρωνίτη α) συνδέει το επίρρημα πάροιθε με το προηγούμενο ρήμα τραπέουσι, πράγμα που αποκλείει ο παρατακτικός «δε» (πάροιθε δέ) και η στίξη μετά το «τραπέουσι» (άνω τελεία, τουλάχιστον στην εγκυρη έκδοση του Th. W. Allen) β) αφήνει να εννοηθεί ότι η αγουρίδα παράγει τον ανθό, ενώ το κείμενο σαφώς υπαινίσσεται το εξάνθισμα (όταν πια έχει δέσει ο καρπός). Ο ενεστώτας «αφιείσαι» είναι περιγραφικός και δηλώνει αυτό που συμβαίνει συνήθως.

θ 321 χαλκοβατὲς δῶ : στο ανάκτορο με τους χαλκούς πυλώνες. Η κοινή σημασία Σχολιαστών και Μεταφραστών είναι για ανάκτορο με χάλκινο κατώφλι (παραπέμποντας στο χάλκεον οὐδὸν του ανακτόρου του Αλκινόου, η 83). Έτσι, «χάλκινο» (απλώς ο Π), «χαλκοκάτωφλο» (Κ), «χάλκινο κατώφλι» (Μ). Ωστόσο, φαίνεται αξιοπερίεργο να επιλέγεται ένα δευτερεύον στοιχείο (το κατώφλι) για να χαρακτηρισθεί, κατά συνεκδοχήν, το μεγαλόπρεπο παλάτι. Το χαλκοβατὲς έχει δεύτερο συνθετικό ρίζα βα-(βατός) από το βαίνω ~ μπαίνω, εισέρχομαι, υπαινισσόμενο προφανώς με το α΄συνθετικό χαλκο- μια μεγαλοπρεπή, χάλκινη είσοδο, όπως εδώ, αλλά και για το παλάτι του Αλκινόου (με τον ίδιο αυτοαναφορικό χαρακτηρισμό χαλκοβατὲς δῶ, ν 4). Άλλωστε, όλο το ανάκτορο του Αλκινόου (όπως προφανώς και το κατασκευασμένο από τον Ήφαιστο χαλκοβατὲς δῶ του ίδιου και του Δία, θ 321, Α 426), είναι χάλκινο (χάλκεοι μὲν γὰρ τοῖχοι ἐληλέατ’ ἔνθα καὶ ἔνθα | ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῦ, η 86). Να σημειωθεί ακόμη ότι και το ανάκτορο του Άδη χαρακτηρίζεται με επίθετο που παραπέμπει σε μεγαλοπρεπή, διάπλατη είσοδο : εὐρυπυλὲς Ἄϊδος δῶ ~ στου Άδη το ανάκτορο με τους ευρείς πυλώνες (λ 571).

λ 3 ἐν δ’ ἱστὸν τιθέμεσθα καὶ ἱστία νηῒ μελαίνῃ : ιστό και ιστία μέσα τοποθετήσαμε στο πλοίο το μελανόχρωμο. Η εικόνα είναι σαφής. Πρώτα τοποθετούν μέσα στο πλοίο (ἐν δὲ τιθέμεσθα, στ. 3) τον ιστό και τα ιστία, έπειτα βάζουν σ’ αυτό τα πρόβατα (ἐν δὲ τὰ μῆλα ἐβήσαμεν, στ. 4), τέλος ανέβηκαν και οι ίδιοι (ἂν δὲ καὶ αὐτοὶ βαίνομεν, στ. 5). Το στήσιμο του ιστού και το άνοιγμα των πανιών αναφέρεται υπαινικτικά στο ὅπλα ἕκαστα πονησάμενοι (στ. 9). Άτοπη επομένως η απόδοση του στ. 3 από τον Κακριδή «και στήσαμε κατάρτι κι άρμενα στο μελανό καράβι», όμοια και από τον Μαρωνίτη «όπου και στήσαμε κατάρτι και πανιά στο μαύρο μας καράβι». Πρέπει να σημειωθεί ότι τα σύνεργα του πλοίου, τα κατά συνεκδοχήν «όπλα» (ο ιστός, τα ιστία, τα παλαμάρια, τα κουπιά), ήταν, προφανώς για λόγους ασφαλείας, μεταφερόμενα. Φαίνεται ξεκάθαρα, όχι μόνο από τον λογοτυπικό αυτόν στίχο (βλ. δ 578, δ 781 και Σχόλια, θ 52), αλλά και από την προτροπή της Κίρκης να μεταφέρουν σε σπηλιές τα πράγματά τους και όλα τα σύνεργα του πλοίου : νῆα μὲν ἂρ πάμπρωτον ἐρύσσατε ἤπειρόνδε | κτήματα δ’ ἐν σπήεσσι πελάσατε ὅπλα τε πάντα (κ 403-04, η ίδια προτροπή και του Οδυσσέα προς τους συντρόφους, κ 424). Επίσης, η Ναυσικά αναφερόμενη στο νεώριο (ἐπίστιον, ζ 265) της πόλης των Φαιάκων λέει ότι εκεί οι Φαίακες νηῶν ὅπλα μελαινάων ἀλέγουσι, | πείσματα καὶ σπείρας, καὶ ἀποξύνουσιν ἐρετμά ~ με τ’ άρμενα των μελανόχρωμων πλοίων ασχολούνται, | τα παλαμάρια και τα ιστία, και ξύνουν τα κουπιά (ζ 268-69). Αλλά και η Αθηνά υπόσχεται στον Τηλέμαχο ότι θα του βρει πλοίο και ὦκα ἐφοπλίσαντες ἐνήσομεν εὐρέϊ πόντῳ, αφού το «εξοπλίσομε» (βάλομε σ’ αυτό τα «όπλα», το ιστίο, τα ιστία, τα παλαμάρια, και τα κουπιά) θα το ρίξομε στην ανοικτή θάλασσα (β 295).

π 326 τεύχεα δέ σφ’ ἀπένεικαν ὑπέρθυμοι θεράποντες : τα σύνεργα του πλοίου έξω έβγαλαν οι υπερπρόθυμοι θεράποντες. Ο Κακριδής και ο Μαρωνίτης αποδίδουν το τεύχεα με το κοινό όπλα, άρματα : «και τα παιδόπουλα τα πέρφανα σηκώσαν τ’ άρματά τους» (Κ), «κι οι παραγιοί ολοπρόθυμοι τους πήραν τ’ άρματα» (Μ). Παρόλο που το τεύχεα στη συνηθισμένη του σημασία είναι όπλα (π.χ. αὐτὰρ ἐγὼ καταδὺς κλυτὰ τεύχεα καὶ δύο δοῦρε, μ 228), εντούτοις εδώ υπονοεί αναμφισβήτητα τα «όπλα», τα σύνεργα του πλοίου (ιστός, ιστία, κουπιά), τα οποία πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ήταν φορητά, μεταφερόμενα (βλ. εδώ Σχόλια δ 780-86, λ 3). Άλλωστε, πουθενά δεν γίνεται λόγος ότι στο πλοίο του Τηλέμαχου υπήρχαν όπλα. Ο ίδιος στίχος πάντως αναφέρεται στη συνέχεια (στ. 360) και στο πλοίο των μνηστήρων που είχαν στήσει ενέδρα στον Τηλέμαχο. Και παρόλο που αμέσως προηγουμένως (στ. 353) σημειώνεται γι’ αυτούς ότι τους είδε ο Αμφίνομος ἱστία τε στέλλοντας ἐρετμά τε χερσὶν ἔχοντας ~ να κατεβάζουν τα πανιά και τα κουπιά στα χέρια τους να έχουν, εντούτοις στην περίπτωση αυτή μπορεί και να αναφέρεται στα κοινά όπλα, καθώς ο Εύμαιος λέει στον Τηλέμαχο ότι είδε από ψηλά το πλοίο της ενέδρας, το οποίο βεβρίθει σάκεσσι καὶ ἔγχεσιν ἀμφιγύοισι ~ γεμάτο από ασπίδες και δόρατα αμφίκυρτα στις άκρες (στ. 474).

ρ 268 θύραι δ’ εὐερκέες εἰσὶ | δικλίδες· οὐκ ἄν τις μιν ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο : κανείς δεν θα μπορούσε να τα ξεπεράσει. Κανείς δεν θα μπορούσε να τα εξοπλίσει, να τα κάνει καλύτερα (τα ανάκτορα), άρα ασυναγώνιστα, αξεπέραστα. Διαφορετική η ερμηνεία του Κακριδή «κανείς δεν δύνεται μεβιάς να τις πατήσει» (τις πόρτες), την οποία υιοθετεί και ο Μαρωνίτης «ποιος θα μπορούσε τάχα να τις παραβιάσει». Δύσκολο ωστόσο το μιν να αναφέρεται στο θύραι εὐερκέες. Το πιθανότερο, υπονοεί το «δόμος», «δώμα» (όπως δόμος - δῶμα και για το ανάκτορο του Μενελάου, δ 42-43, δώματα και εδώ, στ. 264). Με την ίδια περιληπτική έννοια και το οἱ στον προηγούμενο στ. 266 ἐπήσκηται δέ οἱ αὐλὴ ~ αυλή τα περιβάλλει (τα ανάκτορα). Περισσότερο ενδεικτικό το ἐν αὐτῷ στον αμέσως επόμενο στ. 269 πολλοὶ ἐν αὐτῷ δαῖτα τίθενται ~ πολλοί μέσα σ’ αυτά κάθονται σε τραπέζι. Άλλωστε, η αφηγηματική ομηρική τεχνική απαιτεί να κλείσει η περιγραφή των ανακτόρων με μια γενική αναφορά σ’ αυτά, όχι σε ένα επιμέρους στοιχείο (κλασικό σχήμα κύκλου), όπως ακριβώς και για τα ανάκτορα του Αλκινόου (ζ 132).

ρ 586 οὐκ ἄφρων ὁ ξεῖνος· ὀΐεται, ὥς περ ἂν εἴη : μιά συμπυκνωμένη, ελλειπτική, και δυσνόητη πράγματι, διατύπωση, κυρίως ως προς το δεύτερο σκέλος. Ο Κακριδής αποδίδει «τό’ νιωσε μαθές τί θα γινόταν». Το ίδιο και ο Μαρωνίτης, διευρύνοντας απλώς λεκτικά το ερμήνευμα του Κακριδή, «καλά το σκέφτηκε τί θα μπορούσε να συμβεί». Ωστόσο, η αιτιολόγηση της γνώμης του Οδυσσέα για τον κίνδυνο εκ μέρους των μνηστήρων γίνεται από την Πηνελόπη στους επόμενους δύο στίχους 587-88 (όπου και το γάρ). Έπειτα, πρέπει να επισημανθεί ότι έτσι μένει μετέωρη η αναγκαία κατηγορηματική απάντηση της Πηνελόπης να επικοινωνήσουν το βράδυ, όταν οι μνηστήρες θα έχουν αποχωρήσει από το παλάτι. Η νέα ερμηνευτική πρόταση, με μετάθεση και της στίξης στο ὀΐεται (όπου άλλωστε περισσότερο συμβατή η τομή), ανταποκρίνεται ασφαλώς καλύτερα στην έννοια, και στη διάνοια, του κειμένου : οὐκ ἄφρων ὁ ξεῖνος ὀΐεται· | ὥς περ ἂν εἴη ~ δεν νομίζει, δεν σκέφτεται ως ανόητος αυτός ο ξένος· έτσι ακριβώς θα ήταν δυνατόν (να γίνει). Δηλαδή να συναντηθούν το βράδυ μετά την αποχώρηση των μνηστήρων, όπως ακριβώς το ζήτησε ο Οδυσσέας (και όπως έγινε, Ραψ. τ 53 κ.εξ.). Αυτήν την απάντηση αφού μετέφερε ο Εύμαιος (διεπέφραδε πάντα, στ. 590), πήγε έπειτα στον Τηλέμαχο, μέσα στον όμιλο των μνηστήρων.

σ 160 ὅπως πετάσειε μάλιστα | θυμὸν μνηστήρων : για να αποκαλύψει, να κάνει ολοφάνερο όσο γινόταν περισσότερο τον πόθο των μνηστήρων. Να αποκαλύψει προφανώς η Αθηνά, για να γίνει έτσι η Πηνελόπη περισσότερο άξια τιμής (τιμήεσσα γένοιτο μᾶλλον, στ. 161) στα μάτια του συζύγου και του γιου της (πόσιός τε καὶ υἱέος, στ. 162) με το να αντισταθεί, μπροστά τους, στην αυξημένη επιθυμία των μνηστήρων (δεν μπορεί αυτό να είναι στόχος της ίδιας, αφού αγνοεί ότι ο ζητιάνος είναι ο Οδυσσέας). Το σχέδιο αυτό υπηρετεί η Αθηνά και με τη μεταμόρφωση της Πηνελόπης, τα «αθάνατα δώρα» ομορφιάς που της χάρισε στον ύπνο (στ. 193-96) με τον ίδιο ακριβώς στόχο ἵνα μινθησαίατ’ Ἀχαιοὶ ~ να μείνουν έκθαμβοι οι Αχαιοί (από το κάλλος της). Αντίθετα, Κακριδής και Μαρωνίτης υπονοούν ως υποκείμενο η Πηνελόπη, παρερμηνεύοντας αισθητά το πετάσειε : «τι ήθελε τα φρένα των μνηστήρων | να ξεσηκώσει ακόμη πιότερο» (Κ), «τον πόθο τους ν’ ανάψει» (Μ, ο οποίος και συνεχίζει «συνάμα ν’ αναδείξει | την τιμή της … στο ταίρι και στον γιο της»). Καταρχήν, η έννοια του πετάννυμι είναι «ανοίγω», και μεταφορικά εδώ αποκαλύπτω, κάνω φανερό, δεν μπορεί να σημαίνει «ξεσηκώνω», πολύ περισσότερο «ανάβω». Έπειτα, η αποδιδόμενη στην Πηνελόπη πρόθεση πρόκλησης δεν ανταποκρίνεται στα δεδομένα της σκηνής αυτής, μιας από τις ωραιότερες της Οδύσσειας, στην οποία φιλοτεχνείται εξαίρετα η εικόνα της. Διπλός ο στόχος του ποιητή εδώ. Αφενός, να αποδείξει την ηθική της στάση ως πιστής και αφοσιωμένης, παρά τη σφοδρή επιθυμία των μνηστήρων, και αφετέρου την ευφυΐα της, καθώς βρίσκει την ευκαιρία να τους αποσπάσει τόσο λαμπρά δώρα (αντεστραμμένη ακριβώς η «κερδοσύνη» του Οδυσσέα). Μια εικόνα αναγκαία εφόσον η δράση βαδίζει ήδη προς την τελική αναγνώριση των συζύγων.

υ 138 ἀλλ’ ὅτε δὴ κοίτοιο καὶ ὕπνου μιμνήσκοιτο : αλλά όταν η ώρα ήρθε, που ο καθένας να κοιμηθεί και να πλαγιάσει θέλει. Κοινή η μεταφραστική άποψη ότι ο Οδυσσέας είναι εκείνος που εκφράζει την επιθυμία για ύπνο : «και την γλυκειάν ανάπαυσιν ότ’ ενθυμήθη εκείνος» (Π)· «κι απά στην ώρα που θα λόγιαζε να γείρει, να πλαγιάσει» (Κ)· «σαν ήρθε η ώρα να θυμηθεί τον ύπνο και να πέσει» (Μ). Ωστόσο : (α) Μια τέτοια συμπεριφορά αντίκειται απολύτως στη συγκεκριμένη στιγμή, γενικότερα στο ήθος και στους κανόνες της ομηρικής Οδύσσειας. Δεν είναι δυνατόν ένας ζητιάνος, κατά τη συνομιλία του με τη βασίλισσα (την οποία μάλιστα ο ίδιος επιζήτησε να γίνει βράδυ), να θέλει να αποχωρήσει αυτόβουλα για ύπνο. Πολύ περισσότερο που το κείμενο δείχνει ότι η Πηνελόπη έχει την έγνοια, και την πρωτοβουλία, να διακόψει τη συζήτηση και να πάνε για ύπνο (τ 510-11, κυρίως τ 591 κ.εξ.). Γι’ αυτό και ορισμένοι σύγχρονοι Σχολιαστές έχουν προτείνει την αντικατάσταση του μιμνήσκοιτο (γ΄ενικό), γραφή πάντως των καλυτέρων χειρογράφων, με το μιμνήσκοιντο (γ΄πληθυντικό). (β) Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το ότε + ευκτική δηλώνει πάντοτε στην Ομηρική γλώσσα, όπως άλλωστε και στην μετέπειτα Αττική, επανάληψη. Γι’ αυτό χρησιμοποιείται για κάτι που επαναλαμβάνεται αορίστως, ακόμη και για γνωμικές ρήσεις (π.χ. η 138, τ 511), όπως ακριβώς εδώ το ὅτε … μιμνήσκοιτο. (γ) Η δυσκολία, και η αντίφαση, αίρεται αν εδώ εννοηθεί ως υποκείμενο τις, κάποιος, ο καθένας, με γενική, γνωμική έννοια : κάθε φορά που έρχεται εκείνη η ώρα (είναι ήδη αργά) που ο καθένας να κοιμηθεί και να πλαγιάσει θέλει. Το ίδιο ακριβώς και σε άλλα, ισοδύναμα παράλληλα : ὅτε μνησαίατο ὕπνου ~ (έκαναν θυσία) κάθε φορά που για ύπνο ήθελαν να πάνε (η 138)· ὃν τινά γ’ ὕπνος ἕλοι γλυκερός ~ όποιον ο ύπνος ο γλυκός τον πιάνει (τ 511, γενική, γνωμική ρήση της Πηνελόπης προς τον Οδυσσέα-ζητιάνο).

φ 5 κλίμακα δ’ ὑψηλὴν προσεβήσετο οἷο δόμοιο : σηκώθηκε και πήγε προς τη μεγάλη σκάλα των δωματίων της. Η ερμηνευτική δυσκολία εδώ εντοπίζεται στο προσεβήσετο. Ο Κακριδής μεταφράζει «ανέβηκε λοιπόν του παλατιού της | τη σκάλα την ψηλή», το ίδιο και ο Μαρωνίτης «ανέβηκε λοιπόν ψηλά του παλατιού τη σκάλα» (μεταποιώντας παράλληλα το επίθετο του πρωτοτύπου και του Κακριδή σε αμφιλεγόμενο, για την περίπτωση, επίρρημα). Ωστόσο, δύσκολα πολύ μπορεί να γίνει αποδεκτή η απόδοση του προσεβήσετο με «ανέβηκε». (α) Η Πηνελόπη έχει ήδη ανεβεί με τις αμφιπόλους στα ὑπερῶα, δηλαδή στον επάνω όροφο του ανακτόρου όπου βρίσκονται τα δωμάτιά της : ὡς εἰποῦσ’ ἀνέβαινε ὑπερώϊα / ἐς δ’ ὑπερῷ’ ἀναβᾶσα (τ 600/602). Καθισμένη ακριβώς εδώ σε «περικαλλές» κάθισμα άκουγε ό,τι λεγόταν στη μεγάλη ισόγεια αίθουσα του ανακτόρου (υ 387-89). (β) Ο θάλαμος του Οδυσσέα (στ. 8) δεν μπορεί να είναι στον επάνω όροφο ούτε να είναι η «κάμαρη» της Πηνελόπης, όπως αποδίδουν εδώ Κακριδής και Μαρωνίτης : βῆ δ’ ἴμεναι θάλαμόνδε … | ἔσχατον ~ «να πάει στην κάμαρή της | την πιο ακρινή» (Κ, με προσθήκη του εκτός κειμένου κτητικού «της»), «τράβηξε ίσα στην κάμαρη, την τελευταία | στο βάθος» (Μ). Απεναντίας, πρέπει να βρισκόταν στο ισόγειο απομακρυσμένος, «έσχατος» (στ. 9). Απόσταση δηλώνουν και τα βῆ δ’ ἴμεναι (στ. 8, φ 58) και ἀφίκετο (στ. 42, φ 63), δύσκολο να αναφέρονται σε διαδρομή εσωτερικού χώρου. Ίσως πρόκειται για τον ίδιο θάλαμο, στον οποίο δηλώνεται ότι κατέβηκε ο Τηλέμαχος: ὑψόροφον θάλαμον κατεβήσετο πατρὸς | εὐρὺν (β 339, το ίδιο επίσης και για τον Μενέλαο αὐτὸς δ’ ἐς θάλαμον κατεβήσετο κηώεντα, ο 99) ή για κάποιον άλλο στον ίδιο χώρο (στον στ. χ 143 γίνεται λόγος για θαλάμους Ὀδυσῆος). (γ) Το κείμενο μνημονεύει ρητά ότι η Πηνελόπη έχει πάρει ήδη το κλειδί του θαλάμου (εἵλετο), το οποίο θα πρέπει έτσι να φυλαγόταν στη μεγάλη αίθουσα, απίθανο μάλλον καθώς αυτή ήταν πια ο χώρος των μνηστήρων με τους δούλους και τα συμπόσια. (δ) Η αναγκαία ερμηνεία είναι ασφαλώς το αντίθετο : σηκώθηκε και πήγε προς τη σκάλα, προφανώς για να κατεβεί, έχοντας πάρει και το κλειδί μαζί της. Αυτό δηλώνει το κλίμακα ὑψηλὴν προσεβήσετο ~ βήσετο πρὸς κλίμακα ὑψηλήν, όπως ακριβώς αμέσως στη συνέχεια οὐδόν τε δρύϊνον προσεβήσετο (στ. 42) ~ βήσετο πρὸς οὐδὸν τε δρύϊνον, πήγε προς το δρύινο κατώφλι, όχι «κατέβηκε» («πήγε» εδώ και ο Κ, «πάτησε» ο Μ). Όμοια η διπλόμορφη αυτή εκδοχή και στο πρωτότυπο κείμενο : ὑπερώιον εἰσαναβᾶσα (ρ 100, τ 594) και ἐς δ’ ὑπερῷ’ ἀναβᾶσα (δ 751, τ 602, φ 356, ψ 364). Να σημειωθεί, τέλος, ότι ο ακριβής όμοιος λογοτυπικός στίχος για την κατάβαση είναι κλίμακα δ’ ὑψηλὴν κατεβήσετο οἷο δόμοιο (α 330) και ο αντίστοιχος για την ανάβαση εἰς ὑπερῷ’ ἀνεβήσετο (ψ 1).

ω 389-90 μήτηρ, γρηῦς Σικελή, ἥ σφεας τρέφε καί ῥα γέροντα | ἐνδυκέως κομέεσκεν : η μητέρα τους, η Σικελή γερόντισσα, που εκείνους περιποιόταν και που τον γέροντα επίσης | με προσοχή μεγάλη φρόντιζε. Τον «γέροντα», προφανώς τον Λαέρτη (μάλιστα το ῥα εδώ με την ειδικότερη σημασία «όπως ήταν φυσικό»), όχι τον γέρο-δούλο Δολίο, όπως ο Κακριδής («μα πιότερο τον κύρη τους») και ο Μαρωνίτης («πιο πολύ του γέρου της την έγνοια»). Καταρχήν, το σφέας του κειμένου παραπέμπει και στους γιους και στον άνδρα Δολίο της Σικελής γερόντισσας, στον οποίο δεν υπήρχε ασφαλώς κανένας λόγος να αναφέρεται αναλυτικά ολόκληρος στίχος του κειμένου (το κεντρικό αφηγηματικό πρόσωπο εδώ είναι ο Λαέρτης). Οι στ. ω 389-90 επαναλαμβάνουν απλώς τους όμοιους στ. ω 211-12 : ἐν δὲ γυνὴ Σικελὴ γρηῢς πέλεν, ἥ ῥα γέροντα | ἐνδυκέως κομέεσκεν ἐπ’ ἀγροῦ, νόσφι πόληος, και οι οποίοι αναφέρονται ξεκάθαρα στον Λαέρτη (πρβλ. και Λαέρτην … ἐπ’ ἀγροῦ πήματα πάσχειν | γρηῒ σὺν ἀμφιπόλῳ, ἥ οἱ βρῶσίν τε πόσιν τε | παρτιθεῖ, α 189-92).

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ
[Τυπώνεται]

Στο υπό τον τίτλο «Ανθολόγιο Οδύσσειας» περιέχονται εκατόν ένα (101) Αποσπάσματα Μεταφρασμένα από ολόκληρη την Οδύσσεια (Ραψωδίες α-ω). Πρόκειται για Εκλογή με τα πιο χαρακτηριστικά, και καίρια, χωρία-αποσπάσματα του αρχαίου κειμένου, τα οποία είναι στην ουσία οι καθαυτό συνεκτικοί σπόνδυλοι του όλου επικού καμβά. Πολλά έχουν μιαν εμφανή αυτονομία, που επιβεβαιώνουν την άποψη ότι προϋπήρχαν ως αυτόνομες επίσης αφηγηματικές ενότητες πριν χρη­σιμοποιηθούν και ενταχθούν δομικά, με εξαιρετική μαεστρία και τέχνη, στο ενιαίο αφηγηματικό οικοδόμημα που ονομάζεται «Οδύσσεια». Η αυτοτελής εδώ πα­ράθεση, με τους ειδικούς, πεποιημένους υπέρτιτλους, καθιστά τα ανθολογημένα αυτά Αποσπάσματα οιονεί αυθύπαρκτα ποιητικά σύνολα με αφηγηματική αυτοτέλεια και συγκεκριμένο κάθε φορά αφηγηματικό ποιητικό κέντρο. Σε ορισμένες περιπτώσεις η αυτονομία αυτή κτίζεται και με ειδικές τεχνικές παρεμβάσεις (προτάσσεται αναγκαίος στίχος από προηγούμενη διατύπωση του πρωτοτύπου, γίνονται ενωτικές συντμήσεις με παράλειψη συνειρμικών στο πρωτότυπο μυθοποιητικών ή άλλων παρεκβάσεων, επιλέγεται αρχική ή κα­­τα­λη­κτι­κή ισχυρή στίξη, αντί της χαλαρότερης του πρωτοτύπου, άνω τελείας ή κόμματος, και άλλα σχετικά). Έτσι, η παρούσα Εκλογή-Ανθολόγιο δεν δίνει μόνο τη δυνατότητα να περιηγηθεί και να απολαύσει κανείς, σε μικρό χρόνο, όλη την ποιητική και αφηγηματική πεμπτουσία της Οδύσσειας, αλλά λειτουργεί και ως μία περίπου σύγχρονη Ποιητική Συλλογή (και στα Πρωτότυπα και στα Μεταφρασμένα Αποσπάσματα) πεποιημένη με βάση το ίδιο το πρωτότυπο, και στην οποία εγγράφεται αναμφισβήτητα και η οποιαδήποτε προσωπική αντίληψη και ευαισθησία (κάτι αντίστοιχο, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση, με την πεποιημένη εκδοτική φόρμα του Πολυλά στους «Ελεύ­θερους Πολιορκημένους» του Σολωμού). Ο κύριος αυτός τόμος (ως Αʹ), ο υποτιτλούμενος «Αποσπάσματα Μεταφρασμένα», συνοδεύεται από δύο ακόμη παράλληλους και ομοιόσχημους, οι οποίοι μορφοποιούν ως τρίτομη την μικρή, και από μιαν άποψη περισσότερο ευέλικτη, αυτή Έκδοση. Ο ένας (ως τόμος Βʹ), με τον προσδιοριστικό υπότιτλο «Τα Πρωτότυπα Κείμενα», περιέχει τα αντίστοιχα αρχαία αποσπάσματα, με τους ίδιους ακριβώς (νεοελληνικούς) υπέρτιτλους και την ίδια ακριβώς αρίθμηση. Ο άλλος (ως τόμος Γʹ), με τον τίτλο «Σχόλια και Αναλύσεις», περιλαμβάνει σχόλια και παρατηρήσεις για την κάθε μία (από τις 24 Ραψωδίες) χωριστά, την ένταξη (και ανάδειξη) των Αποσπασμάτων στα επιμέρους αφη­γηματικά δεδομένα, αλλά και σχόλια για τη σύνολη αφηγηματική τεχνική, την επική αφήγηση και την εν γένει λογοτεχνικότητα του έπους. Με την ευκίνητη, μικρόσχημη αυτή εκδοτική μορφή που κατατίθεται εδώ (σε αντίθεση με την ενιαία μεγάλη Φιλολογική Έκδοση, με την Εισαγωγή, τη Μετάφραση, το Πρωτότυπο, τα καθαυτό Ερμηνευτικά Σχόλια) δίνεται η δυνατότητα είτε να αφουγκραστεί κανείς μόνο τα ρυθμικά και λεκτικά σήματα της Νεοελληνικής απόδοσης είτε την αποκαλυπτική πυκνότητα και παραστατικότητα του πρωτοτύπου ή και τα δύο παράλληλα (με τη δυνατότητα καταφυγής πάντοτε και στην πλήρη μεγάλη Έκδοση). Ακόμη, εξίσου σημαντικό, δίνεται η δυνατότητα, με τις αναλύσεις και τα σχόλια, να αποκαλυφθούν τα κρυμμένα μυστικά μιας μεγάλης αφηγηματικής τέχνης, η οποία αποτελεί έκτοτε την αρχέγονη μήτρα οποιασδήποτε μετέπειτα λογοτεχνικής έκφρασης. Τα Σχόλια αυτά, διαφορετικά από τα ακραιφνώς φιλολογικά και ερμηνευτικά της μεγάλης Φιλολογικής Έκδοσης, βοηθούν στο να γίνει περισσότερο αντιληπτή και κατανοητή η περίτεχνη και ευφάνταστη πράγματι πλοκή του μοναδικού αυτού αφηγηματικού αριστουργήματος. Η ιδέα της Ανθολόγησης αυτής γεννήθηκε με την έναρξη της Μετάφρασης (1992). Οι επιμέρους επιλογές οριστικοποιούνταν με το πέρας κάθε Ραψωδίας και με μετατροπή των ίδιων συνήθως πλαγιότιτλων σε υπέρτιτλους. Έτσι, το Ανθολόγιο οικοδομήθηκε σταδιακά και παράλληλα μέσα από τα ίδια τα σπλάγχνα της συνολικής μετάφρασης. Τα δημοσιευόμενα εδώ κατ’ εκλογήν από όλη την Οδύσσεια Αποσπάσματα (Μεταφρασμένα και Πρωτότυπα) αναδεικνύουν το κάλλος και την παραστατική δύναμη (σχεδόν κινηματογραφική) ενός ανεπανάληπτου προφορικού ποιητικού κόσμου και αποκαλύπτουν μια σπάνια αφηγηματική τέχνη, προσωπική και συλλογική, που έχει αφήσει ανεξίτηλη τη σφραγίδα της στην οικουμενική ανθρώπινη Ιστορία.