Αρχική » Σύμμεικτα Εκκλησιαστικής Μουσικής » Αγιορειτικά Απανθίσματα Α'

Μέρος Β' - Αγιορειτικά Απανθίσματα Α'

Περιεχόμενα – Είδη Μελών – Τρόπος Ερμηνείας

Το Σώμα αυτό, ως Μέρος Β' (CD 11o-22o), της Σειράς «Σύμμεικτα Εκκλησιαστικής Μουσικής», με τον προσδιοριστικό υπότιτλο «Αγιορειτικά Απανθίσματα Α'», είναι αφιερωμένο ολόκληρο σε ψάλτες και σε μέλη του Αγίου Όρους. Στην πράξη, η σύνθεση του Σώματος περιλαμβάνει, ως Μέρος Α', όλους του σύγχρονους Αγιορείτες μοναχούς και ψάλτες της παλαιότερης γενιάς (θα ακολουθήσει Μέρος Β' με τους νεώτερους), επίσης μέλη, παλαιότερα και νεώτερα, έντεχνα και προφορικά, αργά και σύντομα, τα οποία ψάλλονται όλα σήμερα στις καθημερινές Ακολουθίες και στις λοιπές επίσημες Εορτές και Πανηγύρεις της Αγιορειτικής μοναστικής Κοινότητας. Oι ηχογραφήσεις αυτές έχουν γίνει σε δύο χρονικές περιόδους: την παλαιότερη (1984 -1989), στην οποία ανήκουν τα τρία πρώτα CD (11o, 12o, 13o), και τη σύγχρονη (2001-2007), στην οποία ανήκουν τα υπόλοιπα (14ο-22ο). Στην παρούσα έκδοση οι ηχογραφήσεις αυτές συνοδεύονται, πέρα από τα αναγκαία για τα ηχογραφημένα μέλη ιστορικά, φιλολογικά, και μουσικά Σχόλια, πέρα επίσης από τα παράλληλα σύντομα Βιογραφικά των μουσικών ψαλτών και πατέρων, και από μια πρωτογενή (απευθείας από τις πηγές) και συνοπτική Εισαγωγή, πλούσια και έγχρωμα εικονογραφημένη, για την Εκκλησιαστική μουσική στο Άγιον Όρος από την Άλωση ως τον Εικοστό αιώνα. O συνδυασμός όλων αυτών των μουσικών, φιλολογικών, ιστορικών και παλαιογραφικών δεδομένων καθιστά το παρόν Σώμα ένα ζωντανό (και μοναδικό) τεκμήριο της μεγάλης Αγιορειτικής ψαλτικής παράδοσης στη σύνολη ιστορική της προοπτική και στη σύγχρονή της πραγματικότητα.

Από το σύνολο των μελών που ψάλλονται και στα 12 αυτά CD, όλα ενεργά στην σύγχρονη λειτουργική πράξη, καταδεικνύεται πρωτίστως ο ανοικτός και πολυμιγής χαρακτήρας της μεγάλης Αγιορειτικής ψαλτικής παράδοσης. Μια παράδοση η οποία αποτυπώνει εξαίρετα τον ελεύθερο και διόλου τυποποιημένο και καταναγκαστικό τρόπο της συλλογικής, αλλά και της ατομικής, ακόμη και της επιμέρους τοπικής, λειτουργικής συμμετοχής και έκφρασης. Έτσι, από τα μέλη αυτά:

  1. Μια πρώτη ομάδα είναι τα ακραιφνώς «αρχαία» μέλη (της καθαυτό Βυζαντινής περιόδου), τα οποία η παράδοση έχει διατηρήσει ενεργά, μέχρι σήμερα, στο Άγιον Όρος για ειδικούς λειτουργικούς λόγους. Ανάμεσά τους, τα παλαιά μεγάλα Ανοιξαντάρια, στη σύντμηση του Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος, με τον περίφημο Καλοφωνικό στίχο Πάντα εν σοφία εποίησας, η παλαιά φήμη Τον δεσπότην και αρχιερέα ηχ βαρύς, το Θεοτοκίο Άνωθεν οι προφήται ηχ βαρύς του Κουκουζέλη, στη συντετμημένη του μορφή, το οποίο ψάλλεται στην Ι. Μ. Μεγίστης Λαύρας, κατά τη Μεγάλη Αγρυπνία, μπροστά στην Εικόνα της ομώνυμης Παναγίας της Κουκουζέλισσας, τέλος τα αρχαία μέλη του Ακαθίστου, του Νυμφίου και της Μ. Πέμπτης, τα τόσο γνωστά στην μετά την Άλωση χειρόγραφη παράδοση (με την ίδια σταθερή επίτιτλη ένδειξη «αρχαία»), και το κοινώς επιχωριάζον αρχαίο Χριστός ανέστη.
  2. Μια δεύτερη ομάδα είναι τα περισσότερο νεώτερα ιστορικά μέλη (του 17ου και 18ου αι.). Σ’ αυτήν συγκαταλέγονται το δοξαστικό του Πάσχα Αναστάσεως ημέρα ηχ πλ α' Χρυσάφη του νέου, το οκτάηχο Θεοτόκε Παρθένε του Πέτρου Μπερεκέτη, το μέλος Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις ηχ πλ δ' του Πέτρου Πελοποννησίου, επίσης οι Κανόνες Προς σέ ορθρίζω, Κύματι θαλάσσης και τα Ευλογητάρια, όλα από το Αργό Ειρμολόγιο του ίδιου.
  3. Η τρίτη ομάδα είναι η μεγάλη, και κλασική, ψαλτική παράδοση των Δοξαστικών του Ιακώβου πρωτοψάλτου (σύνθεση τέλος του 18ου αι., α' έκδοση Κων/πολη 1836). Η τόσο ζωντανή μέχρι σήμερα και κοινή αυτή Αγιορειτική παράδοση ξεκινά από το οκτάηχο Θεαρχίω νεύματι και εκτείνεται σε ένα μεγάλο φάσμα Δοξαστικών του όλου Ενιαυτού, του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου. Εδώ ανήκει και η νεωτερικότερη παράδοση των Δοξαστικών του Φιλανθίδη («Η Αθωνιάς», Άγ. Όρος 1906) ως συνέχεια εκείνης του Ιακώβου. Oι δύο αυτές παραδόσεις του Δοξασταρίου συμπλέκονται φυσικότατα μεταξύ τους και εξακολουθούν να παραμένουν οι μόνες, και με καθολική επιβολή, στο Άγιον Όρος σήμερα. Παράλληλη είναι επίσης και η ειδική παράδοση για τα Αργά Προσόμοια, όπως αυτά ψάλλονται στις Μεγάλες Αγρυπνίες των ποικιλώνυμων εορτών (κατά το «Μουσικόν Απάνθισμα» του μοναχού Χρυσοστόμου, Κων/πολη 1904) και στις λαμπρές αρχαιότροπες ερμηνείες εδώ του θεοφιλεστάτου Επισκόπου Χρυσοστόμου και των μοναχών Δανιήλ και Ακάκιου.
  4. Η τέταρτη είναι η μεγάλη ομάδα των νεωτερικών εξωτερικών μελών (συνθέσεις του β' μισού του 19ου αι. και των αρχών του 20ού), και τα οποία είναι η καθαυτό σήμερα αγιορειτική ψαλτική παράδοση στην εκφορά κυρίως του Όρθρου και της Θείας Λειτουργίας. Ανάμεσά τους μέλη του Θεοδώρου Φωκαέα, του Νικολάου πρωτοψάλτου Σμύρνης, του Μελετίου Σισανίου, του Μισαήλ Μισαηλίδου, του Κυριακού Ιωαννίδη [Καλογήρου], του Κυριαζή Χρυσοπολίτου, του Κοσμά του εκ Μαδύτων, του Χαραλάμπους Παπανικολάου, και άλλων. Τα μέλη αυτά, και πολλά άλλα παρόμοια, επιβεβαιώνουν, με την υιοθέτηση, τη διατήρηση, και την επίκαιρη ψαλτική τους ανάδειξη, τον πολυσήμαντο λαϊκό χαρακτήρα της μουσικής παράδοσης του Όρους. Και ακόμη, ότι η ψαλτική αυτή παράδοση δεν υπήρξε ποτέ κάτι στατικό και ανέλικτο, αλλά μια διαρκώς ανανεούμενη και ζώσα μουσική πραγματικότητα.
  5. Το Σώμα συμπληρώνεται, τέλος, με πολλά και εξαιρετικά ενδιαφέροντα προφορικά μέλη, σχεδόν όλα σύντομα Στιχηραρικά και Ειρμολογικά. Ανάμεσά τους, Ειρμοί Κανόνων (Oκτωήχου και άλλων εορτών), Αναβαθμοί, Τυπικά, Μακαρισμοί, και πλήθος άλλα ειδικά και επίκαιρα στην τόσο πλούσια εκεί εορτολογική πρακτική. Η ζωντανή αυτή προφορική παράδοση είναι ο άλλος σημαντικός και ακρογωνιαίος πόλος, δίπλα στη γραπτή και στην έντεχνη, της μεγάλης μουσικής και ερμηνευτικής παρακαταθήκης του Αγίου Όρους. Από την άποψη αυτή, πρέπει να θεωρηθεί ιδιαίτερα σημαντική η καταγραφή εδώ των προφορικών αυτών μελών.

Ωστόσο, πέρα από τα είδη των μελών, εξίσου σημαντικό (ίσως σημαντικότερο) είναι και ο τρόπος που ψάλλονται. Το πρώτο, και σπουδαιότερο, είναι ότι, ανεξάρτητα από τη μεγάλη ποικιλία, όλα εκτελούνται κατά τον συγκεκριμένο χαρακτήρα και κατά το συγκεκριμένο μουσικό είδος τους. Τα παλαιότερα (Δοξαστικά Ιακώβου, Αργά Προσόμοια, μέλη Ακαθίστου και Μ. Εβδομάδας) σε μια μοναδική ιστορική και αρχαιότροπη εκφορά, εξαιρετικά διδακτική και πολύτιμη. Τα νεωτερικά, κατά το πεποικιλμένο και λαϊκότροπο ύφος, αλλά και όπως αυτά έχουν εμπλουτισθεί στη μακρόχρονη λειτουργική και βιωματική τους εκτέλεση. Ιδιαίτερα πρέπει να τονισθεί, η, σε όλα και κατά την επιμέρους περίπτωση, λαμπρή χρονική και ρυθμοτονική εκφορά. Παντού κυριαρχεί ο αρμόδιος χρόνος και ρυθμός, στον οποίο υποτάσσεται, λιτή και απέριττη, η μελωδία. Γοργός και καλπάζων στα σύντομα και προφορικά, αργός και επιβλητικός, και οιονεί μετεωριζόμενος, στα παλαιότροπα και περισσότερο αργορρυθμικά. Πάνω απ’ όλα, στις εκτελέσεις αυτές αναδύεται, ακόμη και στο πιο μικρό και συνηθισμένο μέλος, μια βαθύτατα φυσική και βιωματική έκφραση, ανεπιτήδευτη και πηγαία, χωρίς εμφαντικά ή άλλα εξεζητημένα ψιμύθια. Τέλος, εξαίρονται στις ηχογραφήσεις αυτές (οι οποίες πρέπει να σημειωθεί είναι όλες αναλογικές, απευθείας stereo) οι ειδικές φωνές και τα ηχοχρώματα που καταγράφονται. Στιβαρές και στεντόρειες, με πλουσιότατο εύρος και βάθος, όπως αυτές αναπτύχθηκαν μέσα σε ένα ιδιοπρόσωπο φυσικό, πνευματικό και λειτουργικό περιβάλλον. Πρόκειται ακριβώς για τον ήχο μιας παλαιότερης γενιάς που σήμερα βρίσκεται εκεί στην ερμηνευτική της δύση. Oι ηχογραφήσεις αυτές, όπως συνεκδίδονται εδώ σε ενιαίο Σώμα, μάλιστα με τη συνοπτική ιστορία της μουσικής από την Άλωση ως τον Εικοστό αιώνα, αποτελούν ένα πραγματικό και ζωντανό μουσικό και ερμηνευτικό Μνημείο όχι μόνο για την ψαλτική παράδοση του Αγίου Όρους, αλλά και για τη μουσική παράδοση του σύνολου Oρθόδοξου Ελληνισμού.

Η Εκκλησιαστική Μουσική στο Άγιον Όρος  τον 20ό Αιώνα

[Κεφάλαιο από την ειδική εισαγωγική μελέτη στην Έκδοση υπό τον τίτλο “Η Εκκλησιαστική Μουσική στο Άγιον Όρος από την Άλωση ως τον Εικοστό αιώνα”].

Το α' μισό του 20ού αιώνα είναι περίοδος ακμής και άνθισης της Εκκλησιαστικής μουσικής στό Άγιον Όρος, αποκλειστικά σχεδόν στην καθαυτό ψαλτική της εκδοχή και έκφραση. Είναι ακριβώς η περίοδος κατά την οποία ολοκληρώνεται, και εμπεδώνεται, ο ανακαινιστικός και νεωτερικός, εξωτερικός χαρακτήρας των μελών και στα τρία ιστορικά μουσικά είδη (Ειρμολόγιο, Στιχηράριο, Παπαδική). Καταρχήν, στο ειρμολογικό είδος μελοποιείται, από τον αγιορείτη μοναχό και “πρωτοψάλτη του ιερού ναού του Πρωτάτου” Χρυσόστομο, το (υπό τον έντυπο τίτλο) “Μουσικόν Απάνθισμα” (Κων/πολη 1904). Πρόκειται για μουσικό βιβλίο που περιέχει αποκλειστικά “Προσόμοια και Απολυτίκια Αργά” όλων των κλασικών, αλλά και ειδικών Αγιορειτικών, εορτών του Ενιαυτού, Τριωδίου και Πεντηκοσταρίου, και τα οποία έχουν τονισθεί “κατά μίμησιν των εν τω Ειρμολογίω Ιωάννου πρωτοψάλτου της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας”. Παρά τη ρητή δήλωση, το μουσικό αυτό Βιβλίο, το οποίο παραπέμπει σε άλλο ανάλογο του Ματθαίου Βατοπεδινού (αρχές 19ου αι.) στηρίζεται ουσιαστικά στη μεγάλη αγιορειτική παράδοση του αργού Ειρμολογίου, εντασσόμενο παράλληλα στην ανακαινιστική και εκσυγχρονιστική ροπή της νέας αυτής περιόδου. Γι’ αυτό και εξακολουθεί να παραμένει, γενικότερα, ένα από τα πιο ενεργά Αγιορειτικά μουσικά βιβλία. Στο στιχηραρικό είδος μελοποιείται επίσης, και εισάγεται αμέσως στη λειτουργική πράξη, ένα άλλο σχετικό μουσικό βιβλίο, το νεωτερικό Δοξαστάριο του Κωνσταντινουπολίτη μουσικού Πέτρου Φιλανθίδη (υπό τον έντυπο τίτλο “Η Αθωνιάς”, τόμ. Α'-Β', Κων/πολη 1906-1907, Θεσ/κη β' έκδοση 1995). Βιβλίο με πρόδηλο τον νεωτερικό χαρακτήρα, συνδυάζει εξαίρετα την εξωτερική μουσική παράδοση της σύγχρονης Κωνσταντινούπολης με εκείνην του Ιακώβου πρωτοψάλτου και του Αγίου Όρους γενικότερα. O συνδυασμός αυτός παραμένει ο βασικότερος λόγος της παράλληλης επιβολής του, μέχρι και σήμερα, στη λειτουργική πραγματικότητα του Αγίου Όρους, δίπλα ακριβώς στο κλασικό Δοξαστάριο του Ιακώβου πρωτοψάλτου. Πρόκειται για συνθέσεις περίτεχνες, με μεγάλη ρυθμική και χρωματική ποικιλία, που ενισχύουν ένα μουσικό είδος από τη φύση του ούτως ή άλλως έντονα προγραμματικό και περιγραφικό. Το Δοξαστάριο του Φιλανθίδη παραμένει επίσης από τα πιο βασικά σύγχρονα μουσικά Αγιορειτικά βιβλία. Ένα άλλο σημαντικό γεγονός της περιόδου, με ποικίλες ιστορικές σημάνσεις, είναι η έκδοση στο Άγιον Όρος ( η πρώτη στην ιστορία του), από τον επιχώριο Νεκτάριο μοναχό, του “Μουσικού Θησαυρού” (Λειτουργία, τόμ. Α'-Β', 1931, το οιονεί παράρτημά της “Η Καλλίφωνος Αηδών”, 1933, και Εσπερινός, 1935). Πρόκειται για μια λαμπρή, τυπογραφικά, έκδοση, η οποία παραπέμπει στην επιτόπια μεγάλη καλλιτεχνική αντιγραφική παράδοση των μουσικών χειρογράφων κατά τους προηγούμενους αιώνες. Ωστόσο, επί της ουσίας, η τετράτομη αυτή έκδοση (ανατύπωση, Άγ. Όρος 1988-1990) καταγράφει, και κωδικοποιεί, όλα τα οικεία λειτουργικά (Παπαδικά) μέλη, τα οποία ψάλλονταν και είχαν προτίμηση εκεί την εποχή αυτή. Σ’ αυτήν καταχωρίζονται ορισμένα (μόνο) παλαιά μέλη, ανέκαθεν ενεργά και αναγκαία στις Μεγάλες Αγρυπνίες (Κεκραγάρια Δαμασκηνού, Αργά Ανοιξαντάρια, Θεοτόκε Παρθένε Μπερεκέτη), και άλλα νεώτερα των μεγάλων πατριαρχικών μουσικών και δασκάλων, εξίσου επιχωριάζοντα στη μουσική παράδοση του Όρους (Πέτρου Πελοποννησίου, Δανιήλ, Πέτρου Βυζαντίου, Γρηγορίου πρωτοψάλτου, Μανουήλ, Κωνσταντίνου πρωτοψάλτου, Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος, Γεωργίου Ραιδεστηνού). Ωστόσο, το σημαντικότερο, σ’ αυτήν περιλαμβάνονται κυρίως, και αποκλειστικά σχεδόν, όλα τα μέλη των πιο γνωστών νεωτερικών εξωτερικών μουσικών (Θεοδώρου Φωκαέα, Πέτρου Εφεσίου, Oνουφρίου Βυζαντίου, Νικολάου Σμύρνης, Μελετίου Σισανίου, Μισαήλ Μισαηλίδου, Νηλέως Καμαράδου, Γερασίμου Κανελλίδου, Παναγιώτου Προυσαέως [Κηλτζανίδου], Νεκταρίου Βλάχου, Κυριαζή Χρυσοπολίτου, Κοσμά του εκ Μαδύτων, Κυριακού Ιωαννίδη [Καλογήρου], Χαραλάμπους Παπανικολάου, και πολλών άλλων αγιορειτών και περιφερειακών μουσικών και ψαλτών). Η συλλογή τόσων πολλών νεωτερικών μελών, και η ψαλτική τους επικράτηση, αποτελούν αδιάψευστο τεκμήριο ότι το νεωτερικό αυτό μουσικό ρεύμα όχι μόνο βρήκε πρόσφορο έδαφος εκεί, αλλά και ότι, επιπλέον, καθιερώθηκε και επιβλήθηκε οριστικά στο α' μισό του 20ού αιώνα ως η αυθεντική και γνήσια ψαλτική παράδοση των μεγάλων Μοναστηριών και, κυρίως, των Σκητών και των Κελιών. Και η οποία αποτελεί έκτοτε, μέχρι και σήμερα, τη γνησιότερη μουσική παράδοση του Όρους. Την ίδια εποχή ζει ακόμη στο Άγιον Όρος μια πλειάδα μεγάλων μουσικών και ψαλτών (κυρίως μοναχοί Κελιών), όπως ο Νεκτάριος Βλάχος (από τους παλαιότερους), ο Ιωάσαφ και Αγαθάγγελος οι Ιωασαφαίοι, ο παπα-Γαβριήλ Μακαβός, ο Μακάριος Μπουζίκας, ο παπα-Δημήτρης Τρυγωνάς, ο Ρωμανός ο Βατοπεδινός, ο περίφημος Συνέσιος Σταυρονικητιανός (1949), του οποίου πολλά μέλη εξακολουθούν να ψάλλονται και σήμερα (όπως το γνωστό σε τροχαϊκό εξάμετρο Θου Κύριε ηχ β' ή το ακραιφνές αγιορειτικό Εκ νεότητός μου ηχ λέγετος), ο επίσης Σταυρονικητιανός Ευθύμιος, και πολλοί άλλοι. Όλοι αυτοί υπηρετούν συνειδητά, και επιβάλλουν, το νεωτερικό αυτό μουσικό ιδίωμα, συνεχίζοντας έτσι, και ανανεώνοντας, τη μεγάλη λαϊκή ψαλτική και λατρευτική παράδοση του Όρους. Με τα δεδομένα αυτά, το α' μισό του 20ού αιώνα αποτελεί άλλη μια περίοδο ακμής και άνθισης της Εκκλησιαστικής μουσικής στο Άγιον Όρος, με την τόσο ριζοσπαστική ανανέωση σε όλα τα ιστορικά μουσικά είδη. Και αποδεικνύεται, άλλη μια φορά, ότι η “παράδοση”, στον τομέα της μουσικής τουλάχιστον, δεν υπήρξε ποτέ εκεί μίμηση και στατικότητα, αλλά διαρκής ανανέωση και έκφραση των συνθηκών της εκάστοτε πνευματικής και ιστορικής περιρρέουσας πραγματικότητας.

Το β' μισό του 20ού αιώνα αποτελεί, για την εκκλησιαστική μουσική στο Άγιον Όρος, το τέρμα μιας μεγάλης καμπύλης (και της οποίας η αφετηρία τοποθετείται στις αρχές του 17ου αι.). Πρόκειται για εποχή καθοριστική, γενικότερα, στην ιστορική πορεία του Όρους. Η προοδευτική βιολογική φθορά της παλαιότερης γενιάς, που άρχισε να κορυφώνεται στη δεκαετία του ’70, η αντίστροφη επίσης προοδευτική επάνδρωση, στην ίδια κρίσιμη δεκαετία και εξής, με νέο έμψυχο υλικό άλλης προέλευσης, η ανεμπόδιστη πυκνή επικοινωνία και το ευρύτερο γενικά άνοιγμα προς τον έξω σύγχρονο κόσμο, η εισβολή των νέων τεχνολογιών, αλλά και η διείσδυση επιπλέον παρεκκλησιαστικών νοοτροπιών, όλα αυτά δημιούργησαν από κοινού μια νέα πραγματικότητα, της οποίας η αποτύπωση γίνεται φανερή σε πολλούς τομείς, και εδικότερα εδώ στον χώρο της μουσικής και ψαλτικής έκφρασης. Το πρώτο και κύριο για την εποχή αυτή είναι ότι διατηρείται και υπηρετείται, παρόλ’ αυτά, από σπουδαίους επιγόνους η προηγούμενη μεγάλη ψαλτική και λειτουργική παράδοση, όπως αυτή διαμορφώθηκε στο τέλος του 19ου και στο α' μισό του 20ού αιώνα. Από τους πρώτους ανάμεσα σ’ αυτούς ο πολυσήμαντος ερμηνευτής και ψάλτης διακο-Διονύσιος Φιρφιρής (1990), ο εκφραστής κυρίως της παράδοσης των Δοξαστικών του Ιακώβου, στην ουσία της αγιορειτικής παράδοσης του Στιχηραρίου, Δοσίθεος Κατουνακιώτης (1991) και ο θεωρητικός και δάσκαλος της ευρύτερης ψαλτικής παράδοσης του Όρους Μελέτιος Συκιώτης (2000). Του τελευταίου έχει κυκλοφορήσει εντύπως ο υπό τον τίτλο “Μουσικός Ανθών” Όρθρου και Λειτουργίας (Άγ. Όρος 1985), στον οποίο συγκεντρώνονται πολλά, και πολύτιμα, μέλη της καθαυτό σύγχρονης αγιορειτικής ψαλτικής παράδοσης. Στους προηγούμενους πρέπει να προστεθούν ακόμη ο επίσκοπος Ροδοστόλου Χρυσόστομος Λαυριώτης, πολύτιμη επίσης πηγή της ποικιλματικής και ρυθμοτονικής εκφοράς του αγιορειτικού μέλους, οι γνωστές μουσικές Αδελφότητες των Δανιηλαίων (με προεξάρχοντες τους μοναχούς Δανιήλ και Ακάκιο) και των Θωμάδων (με προεξάρχοντες και εδώ τον Γέροντα Κυπριανό 2007 και τον ιερομόναχο Θωμά), τέλος ο μοναχός Παντελεήμων Κάρτσωνας (1992), επηρεασμένος περισσότερο από εξω-αγιορείτες ψάλτες της παρακείμενης Θεσσαλονίκης. Παράλληλα ωστόσο με την παράδοση αυτή της συνέχειας επιχωριάζει σήμερα και μια δεύτερη, νεο-επείσακτη και διαφορετική, σε άλλο τρόπο και ύφος, η οποία διαμορφώθηκε κυρίως τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα και η οποία σχετίζεται άμεσα με τη συγκυριακή και μαζική επάνδρωση των μεγάλων Μοναστηριών από νέο, και νεαρό, έμψυχο υλικό. Πρόκειται για την πολυπρόσωπη χορωδιακή απόδοση των μελών (όλων των μουσικών ειδών), κατά τη σύγχρονη και διαδεδομένη εξω-Αγιορειτική πρακτική, και η οποία παραπέμπει στο γράμμα της “από χορού” ταυτόφωνης ιστορικής απόδοσης. Βασικοί εκπρόσωποι και κύριοι εισηγητές της χορωδιακής αυτής εκφοράς είναι οι Μονές Σίμωνος Πέτρας και Βατοπεδίου (και οι δύο με διαδεδομένα ηχογραφικά τεκμήρια). Η πρώτη πιο γνωστή, εκτός των άλλων, και για το δημοφιλές (εκτός Όρους) έρρυθμο εκκλησιαστικό ασμάτιο “Αγνή Παρθένε” (σύνθεση μοναχού Γρηγορίου Σιμωνοπετρίτου) και η δεύτερη για τη σχετική ηχογραφική (και μουσικο-βιβλιολογική) παραγωγή της, στην οποία την εκτέλεση των μελών ποδηγετούν και διδάσκουν κοσμικοί ψάλτες (κατά το προσωποπαγές και αμφιλεγόμενο “σύστημα Καρά”). Η χορωδιακή και ερμηνευτική αυτή πρακτική, έξω από την ιστορική αγιορειτική (αλλά και τη γενικότερη) παράδοση, αποτυπώνει τη ροπή και την τάση ενός αυτοπροβαλλόμενου εξωστρεφούς και αναφομοίωτου ακόμη μέρους της νέας μοναστικής πραγματικότητας. Ωστόσο, πέρα από τους αυθεντικούς συνεχιστές της παλαιότερης γενιάς, τους νεωτερικούς της χορωδιακής και προσωποπαγούς εκτέλεσης, υπάρχει ακόμη μια ευρεία ομάδα αυτονομημένων, και μεμονωμένων, μοναχών-ψαλτών της νεώτερης γενιάς, και στους οποίους το ερμηνευτικό σχήμα συνδυάζει ιδιαίτερα (ρυθμικά, ποικιλματικά, θεματολογικά) την επιχωριάζουσα παράδοση με την προσωπική έντεχνη και καλλιεργημένη εκφορά (χαρακτηριστικός εκπρόσωπος εδώ ο ιερομόναχος Αντίπας). Είναι η γενιά η οποία εκφράζει περισσότερο ιστορικά τη μεγάλη ανανεωτική, και αναγεννητική, ψαλτική παράδοση του Όρους, ειδικά μέσα στο νέο σύγχρονο ανομοιογενές και πολυποίκιλο αγιορειτικό μοναστικό περιβάλλον. Στην καμπή του 20ού προς τον 21ο αιώνα, η εκκλησιαστική μουσική στο Άγιον Όρος, κυρίως στην ερμηνευτική και ψαλτική της έκφραση, βρίσκεται σε θετική φορά. Παράδοση και νεωτερικότητα βρίσκονται σήμερα, όχι μόνο στη μουσική, αλλά και σε πολλούς άλλους τομείς της καλλιτεχνικής και πνευματικής έκφρασης, σε σταθερή συνύπαρξη, μπροστά ακριβώς σε ένα νέο δημιουργικό μεταίχμιο. Όπως συνέβαινε πάντοτε στη μακραίωνη ιστορική (και μουσική) πορεία του Όρους.

Χαρακτηριστικά Αγιορειτικού Εκκλησιαστικού Μέλους

[Ακροτελεύτιο Κεφάλαιο από την ίδια εισαγωγική μελέτη στην Έκδοση υπό τον τίτλο “Η Εκκλησιαστική Μουσική στο Άγιον Όρος από την Άλωση ως τον Εικοστό αιώνα”].

Σε όλη τη μακρά αυτή διαδρομή, από την Άλωση ως τον Εικοστό αιώνα, το εκκλησιαστικό μέλος απόκτησε στο Άγιον Όρος, όπως ήταν επόμενο σ’ έναν τόσο ειδικό φυσικό, ιστορικό και πνευματικό τόπο, εντελώς ιδιαίτερα και ιδιοπρόσωπα χαρακτηριστικά. (1) Το πρώτο και κύριο είναι ο συλλογικός και, από κάθε άποψη, ακραιφνής λαϊκός χαρακτήρας του. O λαϊκός αυτός χαρακτήρας, ο οποίος διαμορφώνεται οριστικά τον 17ο αι. και ο οποίος κυριαρχεί, με ποικίλες εκφάνσεις, ως τις ημέρες μας, αποτυπώνεται λαμπρά σε όλα τα επιχωριάζοντα (αυτόχθονα και επείσακτα) λειτουργικά μέλη και, κυρίως, στον ιδιόσημο προσωπικό και συλλογικό τρόπο με τον οποίο ψάλλονται. O έντονος αυτός λαϊκός χαρακτήρας δεν απορρέει και δεν ανταποκρίνεται μόνο στο ειδικό έμψυχο υλικό που εγκαταβιώνει ανέκαθεν εκεί, αλλά και στην ιστορική αρχετυπική φύση του εκκλησιαστικού άσματος. (2) Το δεύτερο έντονα διακριτό χαρακτηριστικό είναι το συνάλληλο ιδιάζον ύφος (και κατ’ επέκταση η προφορά και η έκφραση). Ένα ύφος φαινομενικά “άτεχνο”, αλλά στην ουσία βαθύ, αυθεντικό, ανεπιτήδευτο και ρωμαλέο. Στοιχείο άυλο, εξαιρετικά σημαντικό, ακατάγραφο στην ιστορική του διαδρομή, τηρούμενο και συμπληρούμενο ωστόσο διαρκώς κατά παράδοση, με δυνατή μόνο σήμερα την (ηχογραφική) αποτύπωσή του. Το ύφος αυτό σχετίζεται άμεσα με τον ακραιφνή λαϊκό χαρακτήρα της μεγάλης ψαλτικής παράδοσης του Όρους, συνάδει δηλαδή και εδώ απόλυτα προς την εκφορά ενός συγκεκριμένου έμψυχου υλικού και προς την ειδική πνευματικότητα που αυτό εκπροσωπεί. (3) Το τρίτο είναι η συμφυής έντονη ρυθμική απόδοση και ποικιλία στα μέλη και στον τρόπο που ψάλλονται. Πολλά καθιερωμένα αγιορειτικά μέλη είναι σε ρυθμούς ειδικούς και πρωτότυπους, στην ουσία χαρμόσυνους, οιονεί χορευτικούς και πυρρίχειους, ή, ακόμη περισσότερο, σε υιοθετημένους ρυθμούς της εξωτερικής μουσικής. Αλλά και κατά την εκτέλεση των μελών, των σύντομων ειρμολογικών και στιχηραρικών, οι ρυθμοί εκφοράς είναι ασυνήθιστα πυκνοί και γοργοί, καλπάζοντες (κατά την παλαιότερη αγιορειτική προσωνυμία), με τρόπο που το ρυθμοτονικό στοιχείο να κυριαρχεί ηγεμονικά και να επιβάλλεται, και στο οποίο υποτάσσεται η μελωδία. Γενικότερα, η αίσθηση και η πραγμάτωση του ρυθμού σε όλα τα μέλη (αργά και σύντομα, παλαιά και νεώτερα) αποτελεί ένα από τα πιο συνεπή και τα πιο ουσιώδη χαρακτηριστικά του αγιορειτικού εκκλησιαστικού μέλους. Άλλη μια ισχυρή ένδειξη της γνήσιας λαϊκότητάς του. (4) O βαθύς, παρόλ’ αυτά, πνευματικός χαρακτήρας του, δοξαστικός στο σύνολό του, επικλητικός και χαρμόσυνος. O χαρακτήρας αυτός είναι σύμφυτος με την όλη βιοτή της μοναστικής Πολιτείας, η οποία και αποτελεί, στην ουσία, μιαν αδιάκοπη ζώσα και σημαίνουσα πνευματική και δοξολογική κίνηση. Έτσι, η μουσική πράξη, κυρίως ως ψαλτική ερμηνεία και έκφραση, αποτυπώνει εδώ ανεξίτηλα τη βαθύτερη στάση, και διάθεση, της ψυχής και του νου. Η ταύτιση αυτή παραμένει από τα πιο βασικά συστατικά της αυθεντικότητας, και γνησιότητας, του αγιορειτικού εκκλησιαστικού μέλους. O ψαλτικός ήχος γίνεται, για το Άγιον Όρος, το αισθητηριακό όχημα, διαμέσου του οποίου ο ιδιόσημος αυτός τόπος καταθέτει καθημερινά, και στη μακραίωνη ιστορία του, την πνευματική και δοξολογική του μαρτυρία, και μάλιστα σε συμμετοχική και ενοποιητική μέθεξη. Από την άποψη αυτή, σηματοδοτεί ό,τι πιο υψηλό και πιο βαθύ μπορεί να εκφράσει η ορθόδοξη θρησκευτική ύπαρξη. (5) Ένα τελευταίο, ιδιαίτερα σημαντικό και διδακτικό, είναι ο πολύσημος τρόπος ερμηνείας του. O οποίος, χωρίς να ακυρώνει τους βασικούς ιστορικούς ερμηνευτικούς άξονες, αποστρέφεται ωστόσο την ομοιοτυπία και την εν γένει τυποποίηση. Ακριβώς, επειδή η ψαλτική εκφορά εκφράζει πρωτίστως εδώ το κατά περίπτωση βίωμα του Προσώπου, είτε στη μεμονωμένη του παρουσία (των Κελιών) είτε στην περισσότερο συλλογική και κοινοβιακή (των Σκητών και των Μοναστηριών). Και όπου όμως όλα υποτάσσονται, αυθεντικά και νόμιμα, στον ενοποιητικό συλλογικό χαρακτήρα, και στο ήθος, του ειδικού αγιορειτικού ψαλτικού τρόπου. O πλουραλιστικός αυτός συγκερασμός αποδεικνύει, και στην περίπτωση αυτή, τον ζωντανό δυναμισμό και την ελευθερία της μεγάλης Αγιορειτικής ψαλτικής παράδοσης. Άλλο ένα δείγμα για το ότι η παράδοση εδώ δεν είναι μια λογική (και ιδεολογική) τήρηση ή αναβίωση τύπων του παρελθόντος, μια παράδοση η οποία επαναπαύει, δεν διεγείρει τις συνειδήσεις. Για το Άγιον Όρος η παράδοση είναι, αντίθετα, και στη σύγχρονη ψαλτική της διατύπωση, μια αδιάκοπη δημιουργική και βιωματική ελευθερία και έκφραση.